Νίκος Εγγονόπουλος: «Δεν υπάρχουν παρά δύο σκοποί. Η αγάπη και η ελευθερία»
Ο Νίκος Εγγονόπουλος υπήρξε ποιητής και ζωγράφος, με έντονο το στοιχείο του υπερρεαλισμού στα έργα του. Μοίραζε τη ζωή του ανάμεσα στις δύο τέχνες και όπως έλεγε ο ίδιος: «Για τον άνθρωπο δημιουργούμε… Για να του δώσουμε διέξοδο από τη μοναξιά του. Δύναμη να καταργήσει τη μόνωσή του. Επικοινωνία. Αυτό είναι ό,τι προσφέρει η τέχνη». Στην καθημερινή του ζωή ζούσε στο έπακρο την κάθε του στιγμή. Κάπνιζε πολύ, διάβαζε πολύ και έκανε μεγάλες πεζοπορίες. Όταν κάποιο βιβλίο δεν ήταν της αρεσκείας του, συνήθιζε να το αφήνει σε ένα παγκάκι, για να το βρει κάποιος. Ποτέ του δεν πέταξε βιβλίο.
Λάτρευε την Ελλάδα και όπως συνήθιζε να λέει: «Είμαι Έλληνας, αλλά δεν είμαι Έλληνας! Γι’ αυτό ποτέ μου δεν χάνω την ελπίδα στις τεράστιες αρετές της φυλής μας. Το πρόβλημα είναι τι είδος Έλληνα είσαι και αν είσαι καλός, πόση αντοχή έχεις, για να μην σε αφανίσουν οι κακοί…»
Βιογραφία
Γεννημένος στις 21 Οκτωβρίου του 1907 στην Αθήνα, από τον Παναγιώτη Εγγονόπουλο, επιχειρηματία, και την Εριέττη Ιωαννίδη, κόρη του λόγιου Νίκου Ιωαννίδη από τη Χειμάρρα. Ήταν το δεύτερο παιδί της οικογένειας.
Το καλοκαίρι του 1914 η οικογένεια ταξιδεύει στην Κωνσταντινούπολη και εγκαθίσταται αναγκαστικά εκεί, μετά την κήρυξη του πολέμου. Το 1923 ο Εγγονόπουλος στέλνεται εσωτερικός σε Λύκειο του Παρισιού, το περίφημο Henri-IV, όπου φοιτά μέχρι και το 1927. Τις αργίες τις περνάει στο σπίτι ενός θείου του, του γιατρού Λιάμπεση, κι εκεί ανακαλύπτει τον Τουρκοαλβανό ποιητή Χατζή-Σεχρέτ, η ποίηση του οποίου είναι ποτισμένη από έρωτα και φαντασία, μακριά από τη λογική. Ο ανατολίτικος ανορθολογισμός έρχεται σε σύγκρουση με την ορθολογική Γαλλική παιδεία, την οποία ο Νίκος Εγγονόπουλος είχε διδαχτεί. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο ίδιος σε κάποια συνέντευξη του: «Ποιητική μου πηγή υπήρξε ο τουρκοαλβανός Χατζή-Σεχρέτ που ήταν αυλικός του Πασά… Ο Χατζή Σεχρέτ αρχίζει ως εξής την ποίησή του: Με πιάνει η ζούρλα και ο σεβντάς μιαν γραφή να αρχίσω, μου σκοτιστεί ο ντουνιάς και αράδα παλαβώνω… Φανταστείτε εμένα, τον θρεμμένο με καρτεσιανές αρχές τι εντύπωση μου έκανε! Οφείλω να πω ότι από τα πρώτα σχολικά μου χρόνια με είχε τσαντίσει ο ορθολογισμός των Γάλλων. Ο Χατζή Σεχρέτ στάθηκε η αποκάλυψη της παντοτινής αλήθειας».
Το Νοέμβριο του 1927 επιστρέφει στην Αθήνα για να υπηρετήσει τη θητεία του. Μέχρι και τον Ιούλιο του 1928 υπηρετεί ως στρατιώτης ακροβολιστής στο 1ο Σύνταγμα Πεζικού. Μετά την απόλυσή του αρχίζει να εργάζεται ως μεταφραστής σε τράπεζα και ως γραφέας στο Πανεπιστήμιο, ενώ παράλληλα παρακολουθεί μαθήματα στο νυχτερινό Γυμνάσιο του Ψυρρή, για να αποκτήσει και το ελληνικό απολυτήριο.
Από τον Οκτώβριο του 1930 έως και τον Μάρτιο του 1933 εργάζεται ως ημερομίσθιος σχεδιαστής στη Διεύθυνση Σχεδίων Πόλεων του Υπουργείου Δημοσίων Έργων.
Τον Μάιο του 1934 εργάζεται ως ωρομίσθιος υπάλληλος στην Τοπογραφική Υπηρεσία του Υπουργείου Δημοσίων Έργων και τον Μάιο του 1940 μονιμοποιείται ως Σχεδιαστής Α’ Τάξεως.
Τον Φεβρουάριο του 1941 ο Νίκος Εγγονόπουλος επιστρατεύεται για το Αλβανικό Μέτωπο. Οι μνήμες του πολέμου παρουσιάστηκαν μέσα στην ποίησή του. Ο ίδιος, πολλά χρόνια μετά θυμόταν από εκείνες τις στιγμές:
«Ήμουν στον πόλεμο του 40-41 και οι Ιταλοί έκαναν ότι μπορούσαν για να μας σκοτώσουν. Εγώ χρησιμοποιούσα τις χειροβομβίδες για να βάζω τα τσιγάρα μέσα. Όταν ερχόταν η στιγμή της επιθέσεως, μόλις έφταναν με απήλασσαν απ’ το καθήκον να τους ξεκοιλιάσω, καθώς μου φώναζαν Μπέλλα Γκρέτσια».
Τον Μάϊο του 1945 αποσπάται από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο ως βοηθός στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου του Δημήτρη Πικιώνη. Σε αυτήν τη θέση θα παραμείνει με συνεχείς ανανεώσεις, έως και το 1956.
Το 1950 γνωρίζει και παντρεύεται τη Νέλλη Ανδρικοπούλου, ζωγράφο και συγγραφέα. Μαζί θα αποκτήσουν έναν γιο, τον Πάνο. Ο γάμος τους θα τελειώσει τέσσερα χρόνια αργότερα.
To 1956 γνωρίζει την Ελένη Τσιώκου, καθηγήτρια μαθηματικών στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πολυτεχνείου. Παντρεύονται το 1960 και μετακομίζουν στην οδό Αναγνωστοπούλου, όπου ο Εγγονόπουλος μεταφέρει και το ατελιέ του. Ένα χρόνο αργότερα, το 1961, έρχεται στον κόσμο η κόρη τους, Εριέττα. Μαζί θα ζήσουν μέχρι το τέλος της ζωής του. Η Ελένη Τσιώκου, έχει πει για την κοινή ζωή τους: «Καθημερινά μου φανέρωνε κόσμους εκπληκτικούς, καινούριες πνευματικές εμπειρίες. Ήμουν μαγεμένη. Δεν ήθελα να βάλω τίποτε ξένο ανάμεσα μας – άλλωστε δεν χωρούσε. Όμως και για κείνον άρχισε μια εποχή μικρότερων σε μέγεθος έργων. Είχε περάσει ο καιρός των μεγάλων συνθέσεων. «Όταν μπορείς να ζήσεις τη ζωή», έλεγε, «είναι κι αυτό τέχνη». Και ζούσαμε, ζούσαμε έντονα, συνέχεια μαζί, σε όλα τα επίπεδα. Εκείνος δούλευε πάντα εντατικά, ίσως όχι τόσο πληθωρικά όσο άλλοτε. Ένα κομμάτι της τέχνης του, ήταν η ζωή μας. Μου’ λεγε ότι γεννήθηκε για μένα, ότι ζωγράφιζε και έγραφε από πάντα για μένα, ότι ζούσε για μένα. Με το Νίκο ζούσαμε τον έρωτα, αδιάλειπτα, σαν στάση ζωής, για εικοσιεπτά ολόκληρα χρόνια. Μοιραζόμασταν τα πάντα. Και όλα εν μεγάλω. Σε τρομερή ένταση. Χωρίς τους φόβους των μετρίων ανθρώπων. Είχαμε παραδοθεί ολοκληρωτικά ο ένας στον άλλον».
Το 1969 εκλέγεται τακτικός καθηγητής στην έδρα Ελευθέρου Σχεδίου και εντεταλμένος στην έδρα Γενικής Ιστορίας και Τέχνης.
Τον Αύγουστο του 1973, με την συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, αποχωρεί από το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο και το 1979 ανακηρύσσεται ομότιμο καθηγητής του.
Στις 31 Οκτωβρίου του 1985 ο μεγάλος ποιητής και ζωγράφος, πεθαίνει από ανακοπή καρδιάς. Η κηδεία του γίνεται στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, δημοσία δαπάνη.
Ο ποιητής Εγγονόπουλος
«Οι λέξεις είναι στοιχεία που τα ξομπλιάζω και τα βάζω χρωματιστά το ένα πλάι στο άλλο».
Ο Νίκος Εγγονόπουλος υπήρξε λάτρης του εθνικού μας ποιητή, Διονύσιου Σολωμού, τον οποίο θεωρούσε τον πρώτο υπερρεαλιστή ποιητή. Επίσης, μεγάλη επίδραση στη ζωή και την ποίησή του είχε η γνωριμία του με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, το 1935. Η φιλία αυτή κράτησε μέχρι τον θάνατο του Εμπειρίκου, το 1975.
Στα γράμματα πρωτοεμφανίζεται το 1938 με την ποιητική συλλογή «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν», η οποία προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Μερίδα των κριτικών χαρακτήρισε τη γραφή του πνευματικό παιχνίδι χωρίς βαθύτερο αντίκρυσμα. Μοναδικός υποστηρικτής του ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο οποίος του έγραφε:
«Νικόλαε Εγγονόπουλε, σε αυτόν τον κόσμο δύο είναι τα μεγαλύτερα και πιο πολύτιμα στοιχεία, ο Έρωτας και το Σπαθί. Όλα τα άλλα έρχονται κατόπιν και τελευταίο από όλα η κριτική. Είσαι πραγματικά μεγάλος ποιητής, άσε λοιπόν οι άλλοι να λένε ότι θέλουν».
Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
[…] και τότε μπήκε η γυναίκα που περίμενα
τόσον καιρό
ολόγυμνη
μέσ’ στ’ άσπρα ντυμένη
κάτω απ’ το φως του φεγγαριού
με τα μαλλιά λυμένα
με κάτι μακριά πράσινα χορτάρια μέσα στα μάτια
που κυματίζανε αργά
ωσάν τις υποσχέσεις
που δεν δοθήκανε ποτές
σε μακρινές άγνωστες πόλεις
και σ’ άδεια
ερειπωμένα
εργοστάσια […]
Το 1939 δημοσιεύεται η ποιητική συλλογή «Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής». Σύμφωνα με τον Αιμίλιο Χουρμούζιο «ανάμεσα στον ηθελημένο κυκεώνα των λέξεων, συναντά κανείς κομμάτια εντυπώσεων που δίδονται με τον πιο ανάλαφρο και χαριτωμένο τρόπο».
Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΙΣ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ
[…] Σα μπαίνη το καράβι της αγάπης, τη νύχτα, μέσ’ στο λιμάνι, το υποδέχονται οι μυστηριώδεις μουσικές της ερημιάς. Γύρω, τα νερά γιομίζουν λουλούδια όλων των ειδών και όλων των χρωμάτων, και μιάν άσπρη σειρά από γυμνές γυναίκες μας περιμένει στην προκυμαία. Είναι έτοιμες, όλες τους, στο πρώτο μας νεύμα, να φορέσουν αμέσως την κόκκινη στολή των βουτηχτάδων. […]
Το 1944, έχοντας ακόμη νωπές τις εικόνες από το αλβανικό μέτωπο, παρουσιάζει τον «Μπολιβάρ», ίσως η κορυφαία στιγμή της ποίησής του. Ο κριτικός Ανδρέας Καραντώνης, χαρακτηρίζει το μακροσκελές αυτό ποίημα ως τον «Ύμνο προς την Ελευθερία» της γενιάς του ’30.
ΜΠΟΛΙΒΑΡ
[…] Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.
Σε πρωτοσυνάντησα, σαν είμουνα παιδί, σ’ ένα ανηφορικό καλντιρίμι του Φαναριού.
Μια καντήλα στο Μουχλιό φώτιζε το ευγενικό πρόσωπό σου.
Μήπως νάσαι, άραγες, μια από τις μύριες μορφές που πήρε, κι άφησε, διαδοχικά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος; […]
Τον Μάιο του 1946 εκδίδεται η ποιητική συλλογή «Η επιστροφή των πουλιών».
Ο ΑΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ ΚΑΡΥΤΑΙΝΑΣ
[…] Ποιος είν’ αυτός που σήκωσε πολεμικό χαζράνι,
κι όλη τη νύχτα περπατεί, σε βαλτονέρια οδεύει,
το μέτωπό του κόσμησε με σέλινα και σμύρτα,
και σκέπασε τη γδύμνια του με λυρικά παλτά; […]
Τον Δεκέμβριο του 1948 εκδίδεται η συλλογή «Έλευσις». Ο τίτλος επιτρέπει να διαβαστεί και ως Ελευσίς και ως Έλευσις.
ΥΜΝΟΣ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ Π’ ΑΓΑΠΟΥΜΕ
[…] είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε σαν τα ρόδια
έρχονται και μας βρίσκουνε
τις νύχτες
όταν βρέχη
με τους μαστούς τους καταργούν τη μοναξιά μας
μέσ’ στα μαλλιά μας εισχωρούν βαθειά
και τα κοσμούνε
σα δάκρυα
σαν ακρογιάλια φωτεινά
σα ρόδια […]
Τον χειμώνα του 1954 δημοσιεύεται στην Αγγλοελληνική Επιθεώρηση το ποίημα «Ο Ατλαντικός» και τον Φεβρουάριο κυκλοφορεί ως ανάτυπο σε πενήντα αντίτυπα.
Ο ΑΤΛΑΝΤΙΚΟΣ
[…] ο Ατλαντικός σας ξαναλέω μας περιζώνει
είναι θεώρατος είμαστε μόνοι
είμαστε ήπιοι είν’ φοβερός
σαν καρυδότσουφλα μας κλωθογυρίζει
και μέσ’ στ’ αυτί μας μάς ψιθυρίζει
μηνύματα άγρια (μας απειλεί)
προς Θεού μη χάνουμε το ηθικό μας!
παιδιά ελπίζετε στο ριζικό μας! […]
Το 1957 εκδίδεται η ποιητική συλλογή «Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω», για την οποία του απονεμήθηκε το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας.
Η ΜΝΗΜΗ
[…] Λύνω τα μαλλιά της, βυθίζω τα χέρια μου μέσα στους πλούσιους της πλοκάμους και το γέλιο μου αντηχεί σε βουνά, κοιλάδες, ρεματιές, κορφές βουνών με χιόνια αιώνια. […]
Το 1978 δημοσιεύεται η ποιητική συλλογή «Στην κοιλάδα με τους ροδώνες», με είκοσι έγχρωμους πίνακες και ένα σχέδιο.
ΤΟ ΛΙΚΝΟΝ Ο ΛΥΧΝΟΣ
πάντοτε αγαπούσα
– με πάθος –
κάθε εκδήλωση της ζωής
όμως δεν μ’ ένοιαζε
ο θάνατος.
τώρα που μ’ άφησες να ξαποσταίνω
πλάι στο λαμπρό φως
των ωραίων ματιών σου
τώρα αγαπώ ακόμη περισσότερο τη ζωή
και δε θα’θελα
να πεθάνω πια
ποτέ
Το 1979 τιμάται ξανά με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
Μετά θάνατον κυκλοφόρησαν διάφορες συλλογές. Το 1987 κυκλοφόρησε ο τόμος «Πεζά κείμενα, με δύο έγχρωμους πίνακες». Το 1993 εκδίδεται το βιβλίο «… και σ’ αγαπώ παράφορα: Γράμματα στη Λένα 1959-1967, με δεκαπέντε έγχρωμους πίνακες και το 1996 το λεύκωμα «Σχέδια και χρώματα», με προσχέδια πινάκων. Τα 1999 εκδίδονται σε έναν τόμο τα «Ποιήματα» και παράλληλα κυκλοφορεί το βιβλίο «Οι άγγελοι στον παράδεισο μιλούν ελληνικά». Το 2001 εκδίδεται το λεύκωμα «Νίκος Εγγονόπουλος ο Βυζαντινός και το 2005 το βιβλίο «Νίκος Εγγονόπουλος, Το μέτρον: Ο άνθρωπος, πέντε ποιήματα και δέκα πίνακες».
Ο ζωγράφος Εγγονόπουλος
Η σχέση του Νίκου Εγγονόπουλου με τη ζωγραφική ήταν σχέση ζωής. Όπως έλεγε και ο ίδιος:
«Η μεγάλη μου αγάπη στη ζωή ήτανε μόνο η ζωγραφική. Κάθε ώρα, που δεν την αφιερώνω στη ζωγραφική, τη θεωρώ ώρα χαμένη».
Όλα ξεκίνησαν το 1932 όταν ξεκίνησε να σπουδάζει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, δίπλα στον Παρθένη. Παράλληλα φοιτά στο εργαστήριο του Κόντογλου.
Ποιητής και μούσα.
Τελειώνοντας τις σπουδές του το 1938, ολοκληρώνει το πρώτο του έργο «Ποιητής και Μούσα» και παρουσιάζει για πρώτη φορά έργα του, τέμπερες σε χαρτί που απεικονίζουν παλιά σπίτια πόλεων της Δυτικής Μακεδονίας. Συνεργάζεται ακόμη στις μακέτες των αρχοντικών που κατασκευάζει ο Δημήτρης Πικιώνης με χορηγία του Υφυπουργού Τουρισμού. Την ίδια χρονιά, επιμελείται τα σκηνικά και τα κοστούμια για την παράσταση «Ο κόσμος ανάποδα», στο θέατρο Κοτοπούλη.
Το Νοέμβριο του 1939 παρουσιάζει την πρώτη ατομική έκθεση ζωγραφικής στο σπίτι του Νίκου Καλαμάρη, ενώ κυκλοφορεί το Λεύκωμα Ελληνικής Μόδας με εξώφυλλο και σχέδια του. Την ίδια χρονιά σχεδιάζει τα σκηνικά και τα κοστούμια για την Ηλέκτρα του Σοφοκλή και συμμετέχει σε ομαδική έκθεση Ελλήνων καλλιτεχνών στη Νέα Υόρκη.
Το 1942 συμμετέχει στην Επαγγελματική Έκθεση Ζωγραφικής του Ζαππείου.
Τον Σεπτέμβριο του 1945 σχεδιάζει τα σκηνικά και τα κουστούμια για το έργο «Καποδίστριας» που ανεβαίνει στο Εθνικό Θέατρο.
Το 1949 συμμετέχει στην ίδρυση του καλλιτεχνικού ομίλου «Αρμός» με σκοπό την προώθηση της σύγχρονης αισθητικής στην Ελλάδα. Την ίδια χρονιά εκθέτει έργα του με τον «Αρμό», ενώ πίνακες του παρουσιάζονται και στο Ελληνικό Περίπτερο της Παγκοσμίου Εκθέσεως της Νέας Υόρκης.
Το 1951 συμμετέχει στην έκθεση του 4ου Συνεδρίου της Διεθνές Ινστιτούτου Θεάτρου στο Όσλο, καθώς και στην έκθεση της Διεθνής Ένωσης Αρχιτεκτόνων στην Αθήνα.
Το 1953 συμμετέχει σε ομαδική έκθεση Ελλήνων ζωγράφων στη Ρώμη και την Οττάβα, ενώ το 1954 εκπροσωπεί την Ελλάδα στην 27η Biennale της Βενετίας, με 72 πίνακες. Είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα εκπροσωπείται από έναν μόνον καλλιτέχνη, προκαλώντας έτσι την αποδοκιμασία του Τύπου και αρκετών καλλιτεχνών.
Το 1962 σχεδιάζει τα σκηνικά και τα κοστούμια για την «Όπερα της πεντάρας» του Μπρεχτ, το «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» του Μπέρναντ Σω και τον «Αρχοντοχωριάτη» του Μολιέρου.
Το 1963 εκθέτει έργα του στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο και το 1966 τιμάται για το ζωγραφικό του έργο με τον Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α’.
Το 1971 συμμετέχει στην έκθεση «Η νεοελληνική τέχνη διά το ’21: Ζωγραφική – Γλυπτική – Χαρακτική» του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, ενώ τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς του απονέμεται το παράσημο Σταυρός του Ταξιάρχη του Φοίνικα.
Το Νοέμβριο του 1976 πραγματοποιείται έκθεση έργων του στην Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας της Σχολής Μωραΐτη.
Μετά τον θάνατο του, εκθέσεις με τα έργα του συνεχίζουν να πραγματοποιούνται και να εμπνέουν τους νέους καλλιτέχνες.
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια