Δ. Πικιώνης: Ιστορικές μορφές και λαϊκή παράδοση

Απόσπασμα από το βιβλίο: «Το πρό­βλη­μα της Μορ­φής» (1946), Έκ­δο­ση Υ­πουρ­γεί­ου Α­νοι­κο­δο­μή­σε­ως με τί­τλο «Δω­δε­κά­νη­σος», τό­μος Β΄, Το οι­κι­στι­κό και πλα­στι­κό πρό­βλη­μα, Α­θή­ναι, 1950, αρ. 21, σελ. 93-122 και πιν. Α΄-ΛΣΤ΄.

ε­ντί γαρ άλ­λαι

ο­δών ο­δοί πε­ραί­τε­ραι,
μί­α δ’ ουχ ά­πα­ντας
άμ­με θρέ­ψει
με­λέ­τα.

Πίνδαρος

Το έχου­με για κα­νό­να –και ο κα­νό­νας αυ­τός έ­χει την ι­σχύ και το κύ­ρος Νό­μου– να πε­ριο­ρί­ζου­με τη με­λέ­τη του α­ντι­κει­μέ­νου μας στα συμ­βα­τι­κά ό­ρια μιας ει­δι­κής πε­ριο­χής, και κει μέ­σα να το ε­ξε­τά­ζου­με με τα κρι­τή­ρια μιας λο­γο­κρα­τού­με­νης θε­ώ­ρη­σης. Και ο δι­πλός τού­τος πε­ριο­ρι­σμός μάς φαί­νε­ται πως μας ε­ξα­σφα­λί­ζει τα α­πα­ραί­τη­τα ε­χέγ­γυα μιας θε­τι­κής με­θό­δου.
Γι’ αυ­τούς που πι­στεύ­ουν στη μέ­θο­δο τού­τη, η κα­τά­λυ­ση των συμ­βα­τι­κών αυ­τών ο­ρί­ων μέ­σα στα ο­ποί­α πε­ριο­ρί­ζου­με τη ζω­ή, η α­νά­λω­ση ό­λων α­νε­ξαί­ρε­τα των δυ­νά­με­ων του νου και της ψυ­χής στο να θε­ω­ρή­σου­με το α­ντι­κεί­με­νό μας εις την ιε­ραρ­χι­κή του α­να­φο­ρά προς το α­διαί­ρε­το σύ­νο­λο του πνεύ­μα­τος, φαί­νο­νται σαν ε­νέρ­γεια ε­πι­κίν­δυ­νη και α­ντε­πι­στη­μο­νι­κή.
Δεν θέ­λω μ’ αυ­τά, δεν εί­μαι ά­ξιος να κρί­νω ή να κα­τα­δι­κά­σω τους άλ­λους δρό­μους. Μή­πως και μέ­σα σ’ αυ­τούς δεν λαν­θά­νει η α­να­φο­ρά τού­τη του ει­δι­κού προς το κα­θο­λι­κό; Και δεν έρ­χε­ται αρ­γά ή γλή­γο­ρα ο αν­θρώ­πι­νος νους ν’ α­να­γά­γει τους καρ­πούς του α­ξιο­σέ­βα­στου μό­χθου των εις την ιε­ραρ­χι­κή των σχέ­ση προς το ό­λον;

Δεν εί­ναι ε­πί­σης ε­δώ ο κα­τάλ­λη­λος τό­πος για να κά­νω την α­πο­λο­γί­α του δρό­μου που α­κο­λού­θη­σα, μα μια βα­θύ­τε­ρη ψυ­χι­κή α­νά­γκη μ’ έ­σπρω­ξε σε τού­το το δρό­μο, που πο­τέ δεν την αι­σθάν­θη­κα τό­σο ε­πι­τα­κτι­κή, τό­σο α­γω­νιώ­δη, ό­ση στ’ α­ντί­κρι­σμα αυ­τό ά­γνω­στων τό­πων ελ­λη­νι­κών: μέ­λη νέ­α και πρω­το­γνώ­ρι­στα του ί­διου πά­ντα ιε­ρού κορ­μιού της Ελ­λά­δας και νέ­ος ή­λιος, νέ­α αυ­γή, νέ­α μέ­ρα. Ό­λα νέ­α και τα ί­δια μα­ζί, κι έ­νας νέ­ος ε­αυ­τός μας ά­γνω­στος και γνω­στός μα­ζί, απ’ το ί­διο αί­μα, το ί­διο σπλά­χνο. Ο λα­ός των τό­πων αυ­τών.

Κι ή­ταν σαν τα πέ­λα­γα τού­τα, κι η α­νε­κλά­λη­τη μα­κα­ριό­τη­τα της γα­λή­νης των, οι ιε­ρές κα­ται­γί­δες και οι κε­ραυ­νοί των· κι οι πε­ρή­φα­νες δει­ρά­δες των βου­νών κι οι ξε­ρές ρά­χες και οι α­κτές, κι η Ι­στο­ρί­α και τα μνη­μεί­α, κι η κοι­νω­νί­α των αν­θρώ­πων κι η τα­πει­νή ζω­ή του λα­ού· ή­ταν σαν να σ’ έ­κρι­ναν, σαν να σ’ έ­φερ­ναν, ε­μάς ό­λους, στο κρι­τή­ριο, για να δο­κι­μά­σουν τη ψυ­χή μας. Κι ή­ταν σαν να μας ε­ξέ­τα­ζαν: Ποια­νού ι­δε­ώ­δους πό­χε­τε μέ­σα σας συλ­λά­βει έρ­χε­στ’ ε­δώ να προ­βά­λε­τε ε­πά­νω μας το φέγ­γος;

Απ’ την αρ­χή, κά­τω απ’ της Φύ­σης την πα­ρου­σί­α, τέ­τοια μορ­φή πή­ρε το πρό­βλη­μα μέ­σα μου. Και τον έ­λεγ­χο τού­το, που ή­ταν ό­λα σαν να τον ζη­τού­σαν α­πό μέ­ρους μας, άρ­χι­σα απ’ την πρώ­τη μέ­ρα να τον κά­νω. Ας φαί­νε­ται στα μά­τια των α­νί­δε­ων αλ­λο­πρό­σαλ­λο το πλή­θος τού­το των συ­ναι­σθη­μά­των, των ξέ­νων τά­χα προς ό,τι λέ­με κύ­ριο της με­λέ­της θέ­μα…

Το κύ­ριο; δεν είν’ ε­δώ; Ναι, πιο ι­δε­ώ­δες ζω­ής έ­χου­με πραγ­μα­τώ­σει μέ­σα μας ά­ξιο να μας α­πο­κα­λύ­ψει το μυ­στι­κό νό­η­μα του Κό­σμου; Δεν εί­ναι α­πό την α­ξί­α του που θα ε­ξαρ­τη­θεί κι η α­ξί­α της σ’ ο­ποια­δή­πο­τε πε­ριο­χή εκ­δή­λω­σής μας, α­φού τού­τη δεν εί­ναι τί­πο­τα άλ­λο παρ’ ε­κεί­νου του κα­θο­λι­κά αν­θρώ­πι­νου, του κο­σμο­θε­ω­ρη­τι­κού ι­δε­ώ­δους η ο­μό­λο­γη ερ­μη­νεί­α; Και δεν εί­ναι απ’ τις δια­στά­σεις του ι­δε­ώ­δους τού­του –το ύ­ψος, το πλά­τος, το βά­θος του– που θα ε­ξαρ­τη­θεί των ει­δι­κών κρι­τη­ρί­ων της ερ­μη­νεί­ας τού­της –της τέ­χνης και της τε­χνι­κής της– η α­ξί­α;

Και σή­με­ρα στο αρ­χι­πέ­λα­γος τού­το, ό­που α­πά­νω­θέ του πλα­νιέ­ται η με­γά­λη σκιά του Ο­μή­ρου, ο κό­σμος ο ελ­λη­νι­κός ζη­τά­ει α­πό τους ε­πι­γό­νους ε­μάς α­πά­ντη­ση. Κι η α­πά­ντη­ση που θα δί­να­με θα’ ταν της ψυ­χής μας το μέ­τρο…
Σκέ­φτο­μαι ό­λους ε­κεί­νους, δι­κούς μας και ξέ­νους, που στον κό­σμο τού­το τον ελ­λη­νι­κό α­φιέ­ρω­σαν τη διά­πυ­ρη λα­τρεί­α του νου και της ψυ­χής των…
Οι ξέ­νοι, α­τε­λεύ­τη­τη χο­ρεί­α, ποι­η­τές και φι­λό­σο­φοι, της γνώ­σης, της θρη­σκεί­ας, της γλώσ­σης, του μύ­θου, καλ­λι­τέ­χνες, φι­λό­λο­γοι, ι­στο­ρι­κοί, τε­χνο­κρί­τες… Πό­ση ιε­ρό­τη­τα στο μό­χθο τού­το, πό­ση α­νά­λω­ση νου και ψυ­χής! Έλ­ξη κό­σμων α­ντί­θε­των: Διείσ­δυ­ση του α­ντί­θε­του απ’ τον έ­ναν α­πό αυ­τούς, μέ­σον τού ό­μοιου που βρι­σκό­ταν στην ί­δια του την ψυ­χή. Πρό­βαλ­λε πραγ­μα­τι­κά ο κα­θέ­νας, στον ξέ­νο τον κό­σμο, της δι­κιάς του ψυ­χής τις λα­χτά­ρες, τις δι­κές του α­ρε­τές. Έ­τσι ο Γάλ­λος, χά­ρις στη λα­μπρή του πλα­στι­κήν ευαι­σθη­σί­α, εί­δε ι­διαί­τε­ρα του αρ­χαί­ου την πλα­στι­κήν α­ρε­τή, τη χά­ρη και το μέ­τρο. Ο Άγ­γλος, την ποι­η­τι­κή του αρ­χαί­ου ου­σί­α, την α­γω­γή, τα πο­λι­τι­κά ι­δε­ώ­δη… Του Γερ­μα­νού η με­τα­φυ­σι­κή διά­θε­ση τον έ­κα­νε ι­διαί­τε­ρα ι­κα­νό να πλη­σιά­σει το μυ­στη­ρια­κό του Ελ­λη­νι­σμού πε­ριε­χό­με­νο, τον θρη­σκευ­τι­κό μύ­θο, τη φι­λο­σο­φί­α…

Ξέ­ρω τις α­ντι­μα­χί­ες γύ­ρω απ’ τις ερ­μη­νεί­ες που έ­δω­σε ο τε­λευ­ταί­ος… Ό­μως πό­ση δύ­να­μη θαυ­μα­σμού, τι φλο­γε­ρή λα­τρεί­α… σχε­δόν ξα­νοί­γεις, κά­τω απ’ τον έ­ρω­τα τού­το του υ­περ­βό­ρειου προς τον Ελ­λη­νι­σμό, τον έ­ρω­τα κο­σμι­κών στοι­χεί­ων… της ο­μί­χλης και τους σκό­τους του Βορ­ρά προς το φως της Με­σημ­βρί­ας…

Αλ­λά για­τί με κυ­νη­γά­ει έ­τσι η πα­ρου­σί­α του ξέ­νου; Με θέλ­γει η έλ­ξη τού­τη δύ­ο α­ντι­θέ­των κό­σμων, ή ε­μείς δεν κά­να­με αρ­κε­τά για να φω­τί­σου­με μέ­σα μας τον κό­σμο τον ελ­λη­νι­κό;

Τι σχέ­ση εί­ναι τού­τη που μας δέ­νει μ’ αυ­τόν; Ναι, ζει ο σπό­ρος του μέ­σα στην ελ­λη­νι­κή Χρι­στια­νο­σύ­νη. Ζει στου λα­ού και του ποι­η­τή την ψυ­χή. Αλ­λά και σε μας τους άλ­λους α­κό­μα ζει, υ­πνώτ­το­ντας εις το βά­θος του εί­ναι μας. Δεν είν’ έ­ρω­τας ε­δώ των α­ντί­θε­των· ε­δώ πρό­κει­ται για έ­ναν άλ­λον ά­θλο: Να μοιά­σου­με μ’ αυ­τό που πραγ­μα­τι­κά εί­μα­στε… Να γνω­ρί­σου­με τον ε­αυ­τό μας… Αλ­λά που εί­ναι η κα­τα­βο­λή αυ­τού του πνευ­μα­τι­κού μό­χθου που θα φώ­τι­ζε σε μιαν έλ­λαμ­ψη την ι­στο­ρι­κή μας μνή­μη; Που εί­ναι η προ­σπά­θεια που ζη­τά­ει έ­νας δι­κός μας (ο Κ.Δ. Γε­ωρ­γού­λης: Η με­λέ­τη των ελ­λη­νι­κών αν­θρω­πι­στι­κών Γραμ­μά­των, 1938) «για την κα­τάρ­τι­ση μιας δη­μιουρ­γι­κής μας σχέ­σης με το πε­ρα­σμέ­νο, απ’ ό­που θα ε­ξαρ­τη­θεί η ι­κα­νό­τη­τά μας να δη­μιουρ­γή­σου­με έ­να και­νού­ριο μέλ­λον; Κι ό­που μέ­σα του θα ε­πα­να­λη­φθούν οι α­ξί­ες οι ε­γκεί­με­νες εις το πα­ρελ­θόν, στην έ­κτα­ση και το βά­θος που μας ε­πι­τρέ­πει η σύγ­χρο­νη ι­στο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ο ι­στο­ρι­κός και­ρός που κά­θε φο­ρά α­ντι­κρί­ζου­με;»

Με­λε­τά­ω μέ­σα μου τις με­γά­λες μορ­φές του έ­θνους μας. Ποι­η­τές, ή­ρω­ες… Ή­ρω­ες που η α­ρε­τή και η αν­δρεί­α των εί­ναι α­ρε­τή και αν­δρεί­α ελ­λη­νι­κή. Τους ποι­η­τές μας. Τον πρώ­το, τον πιο με­γά­λο απ’ αυ­τούς, και τον α­γώ­να του για μορ­φή και για έκ­φρα­ση ελ­λη­νι­κή. Τους με­γά­λους μας αυ­το­δί­δα­κτους που ο Θε­ός τους χά­ρι­σε το δώ­ρη­μα της «αυ­το­ποιάς» έκ­φρα­σης και που το έρ­γο τους υ­ψώ­νε­ται κι αυ­τών «κά­θε­τα εις το κέ­ντρο της ε­θνι­κό­τη­τας». Ό­λους τους άλ­λους που με λο­γι­σμό και πει­θαρ­χί­α δου­λεύ­ουν στο α­λη­θι­νό και ε­τοι­μά­ζουν τον δρό­μο των κα­το­πι­νών. Και τη νέ­α γε­νιά των ζω­γρά­φων μας, που μας δί­νουν τό­σες ελ­πί­δες: Α­νά­λα­βαν τον με­γά­λο ά­θλο να συλ­λά­βουν τον ε­σω­τε­ρι­κό κό­σμο τον ελ­λη­νι­κό και να τον εκ­φρά­σουν ό­χι πε­ρι­γρα­φι­κά μα με τα συμ­βο­λι­κά μέ­σα που ο­ρί­ζει η Τέ­χνη τους.

Να’ ναι τά­χα μιας χα­ραυ­γής το φα­νέ­ρω­μα; Θα κα­τα­νι­κή­σουν τις χθό­νιες δυ­νά­μεις που α­ντι­στέ­κο­νται σε κά­θε αν­θρώ­πι­νη πραγ­μά­τω­ση; Και α­να­κα­τα­χτώ­ντας, ό­πως έ­λε­γε ο Γκαί­τε, κά­θε φο­ρά αυ­τό που κα­τά­χτη­σαν, θα μπο­ρέ­σουν να γί­νουν οι θε­με­λιω­τές μιας πα­ρά­δο­σης;
Αυ­τά και άλ­λα ε­στο­χα­ζό­μουν, και σ’ ό­λα μέ­τρο και κρι­τή­ριο υ­ψώ­νο­νταν η πνευ­μα­τι­κό­τη­τα τού­της της Γης…

Αλ­λ’ ι­δού, εις τον πρώ­το τού­τον όρ­μο θα πα­τή­σου­με τα χώ­μα­τά της. Θα α­ντι­κρί­σου­με το λα­ό της. Α­νεί­πω­τη χα­ρά σε πε­ρι­τρέ­χει, σκιρ­τά­ει η καρ­διά σου, σαν της μά­νας που ξα­να­βρί­σκει το χα­μέ­νο τέ­κνο της ή του μα­θη­τή που ξα­να­βλέ­πει α­να­στη­μέ­νο τον Δι­δά­σκα­λο! Πλή­ρω­ση α­κρι­βής ε­παγ­γε­λί­ας ν’ α­ντι­κρί­σεις, ν’ αγ­γί­ξεις σαρ­κω­μέ­νο το ίν­δαλ­μα της α­γά­πης σου!

Ι­δού τον αυ­τός, με σάρ­κα και ο­στά. Λεύ­τε­ρος και σαν α­πο­λη­σμο­νη­μέ­νος γιορ­τά­ζει εις τις αυ­λές του Κυ­ρί­ου του… Οι ί­διες κά­τα­σπρες αυ­λές οι ελ­λη­νι­κές, οι ί­διοι πυ­λώ­νες οι μυρ­το­στό­λι­στοι. Τα ί­δια μύ­ρα, τα ί­δια σχή­μα­τα τη­ τα­πει­νώ­σει τα υ­ψη­λά και τη­ι πτω­χεί­α­ τα πλού­σια… Η ί­δια πά­ντα ι­λα­ρό­τη­τα, η ί­δια α­γιο­σύ­νη… ο ί­διος μυ­στι­κός γλυ­κα­σμός…

Και θέ­λεις να γί­νεις πνέ­μα να ξε­χυ­θείς και ν’ α­γκα­λιά­σεις και ν’ α­σπα­σθείς το πλή­θος τα κορ­μιά. Κι ό­πως η αρ­χαί­α θε­ά α­νά­σται­νε τον ι­σό­θε­ο α­δελ­φό της απ’ τα σκόρ­πια μέ­λη του· έ­τσι και συ, α­πό τον πο­λυ­πρό­σω­πο τού­το με­ρι­σμό σ’ α­να­ρίθ­μη­τα κορ­μιά και α­να­ρίθ­μη­τες ψυ­χές, θέ­λεις να συλ­λά­βεις και να στή­σεις μέ­σα στην ψυ­χή σου, την α­πρό­σω­πη, την ι­δα­νι­κή του λα­ού σου την ει­κό­να.

…ταν πο­ντί­αν
υ­μνέ­ων, παιδ’ Α­φρο­δί­τας
Α­ε­λί­οιό τε νύμ­φαν, Ρό­δον…
ΠΙΝ­ΔΑ­ΡΟΣ

Έστι γαρ ό­ντως η πό­λις του Η­λί­ου πρέ­πον
έχουσα τω Θεω το κάλλος
ΛΟΥ­ΚΙΑ­ΝΟΣ

Δε σώ­ζε­ται, πραγ­μα­τι­κά, σχε­δόν τί­πο­τα απ’ την αρ­χαί­α πό­λη που να σου υ­πο­βά­λει την αρ­χαί­α της δό­ξα… Ο χρό­νος α­φά­νι­σε ό­λα τα’ α­χνά­ρια της. Για τού­τη πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­ρά για την Α­θή­να αρ­μό­ζουν οι στί­χοι του Χω­νιά­τη:

…ουκ ην ου­δα­μού, φευ! προ­σβλέ­πειν
αυ­τήν ε­κεί­νην την α­οί­δι­μον πό­λιν
την, δυ­σα­ρίθ­μου και μα­κραί­ω­νος χρό­νου
λή­θης, βυ­θοίς κρύ­ψα­ντος, η­φα­ντω­μέ­νην…
Ό­λω­λε σύ­μπαν των Α­θη­νών το κλέ­ος·
γνώ­ρι­σμα δ’ αυ­τών ουδ’ α­μυ­δρόν τις ί­δη­ι…

Θα πο­θού­σα­με ν’ α­πό­με­νε κά­τι που να μας βο­η­θού­σε να ο­ρα­μα­τι­στού­με του κλέ­ους της την ει­κό­να. Κι αυ­τό, ό­χι α­πλά για μια τέρ­ψη αι­σθη­τι­κή… Κά­τι βα­θύ­τε­ρο για να δού­με: Ε­κεί­νο που ού­τε στο Με­σαί­ω­να δεν πραγ­μα­τώ­θη­κε, ού­τε α­κό­μα λι­γό­τε­ρο στους χρό­νους μας δε θα τ’ α­ξιω­θού­με: της θρη­σκευ­τι­κής ε­κεί­νης σχέ­σης την ε­πι­τέ­λε­ση, α­νά­με­σα της οί­κη­σης της αν­θρώ­πι­νης και της θε­ό­τη­τας της φύ­σης και των απ’ τη μυ­θο­πλα­στι­κή φα­ντα­σί­α θε­ο­ποι­η­μέ­νων δυ­νά­με­ών της…

Με τ’ α­πο­μει­νά­ρια τού­της της πό­λης έ­χτι­σε ο Φρά­γκος κα­τα­χτη­τής τη δι­κιά του. και τε­λευ­ταί­ος ο Ι­τα­λός βάλ­θη­κε μ’ ά­με­τρο ζή­λο να βά­λει πα­ντού της πα­ρου­σί­ας του τη σφρα­γί­δα στον ελ­λη­νι­κό τού­το τό­πο.(Ο συγ­γρα­φέ­ας α­να­φέ­ρε­ται στην πό­λη της Ρό­δου, σημ. του Άρ­δην).

Ε­πι­βο­λή των δι­κών μας μέ­τρων, των δι­κών μας υ­πο­θε­τι­κών α­ξιών α­πά­νω στους άλ­λους, που ε­δώ παίρ­νει τη μορ­φή μιας αυ­θαί­ρε­της πα­ρέμ­βα­σης στο «κάρ­μα» ε­νός λα­ού, ε­νός εκ­βια­σμού α­βά­στα­γου για τη συ­νεί­δη­ση την ελ­λη­νι­κή…

Να’ ταν του­λά­χι­στο πραγ­μα­τι­κές οι α­ξί­ες τού­τες! Οι πολ­λοί μπο­ρού­νε να γε­λα­στού­νε… Δι­καί­ω­μά τους να θε­ω­ρή­σουν τα ι­τα­λι­κά τού­τα έρ­γα ως α­ξιό­λο­γες κι α­ντά­ξιες της σύγ­χρο­νης μά­θη­σης πραγ­μα­τώ­σεις, πλέ­ρια α­ντα­πο­κρι­νό­με­νες προς τους σκο­πούς ε­νός υ­πα­γο­ρευ­μέ­νου πο­λι­τι­κού προ­γράμ­μα­τος… Ως προς το τε­λευ­ταί­ο τού­το, θα ’λε­γα πως ο καλ­λι­τέ­χνης, ο ά­ξιος καλ­λι­τέ­χνης, δεν εί­ναι υ­πη­ρέ­της ε­νός ι­δα­νι­κού, μα ο αυ­τε­ξού­σιος και υ­πεύ­θυ­νος α­πέ­να­ντι στο πνεύ­μα δη­μιουρ­γί­ας (Νί­τσε). Ό­σο για τ’ άλ­λα, το ου­σιώ­δες δεν εί­ναι να α­πο­δε­χτού­με ή ό­χι τα πο­ρί­σμα­τα μιας συμ­βα­τι­κής κρί­σης. Δε θα δυ­σκο­λευό­μου­να να την α­πο­δε­χτώ, αν ή­ξε­ρα πως εί­χα­με συ­νεί­δη­ση της σχε­τι­κό­τη­τάς της. Αλ­λά ξέ­ρω τον κίν­δυ­νο που η συμ­βα­τι­κή τού­τη α­πο­τί­μη­ση α­ξιών κρύ­βει για τους πολ­λούς: να θο­λώ­σει τα κρι­τή­ριά μας, ν’ α­πο­πλα­νή­σει το πνεύ­μα μας α­πό τον πραγ­μα­τι­κό δρό­μο – τη ζή­τη­ση του α­λη­θι­νού, που τί­πο­τα δεν πρέ­πει να το α­πο­κρύ­ψει απ’ τα μά­τια μας.

Για­τί τε­χνι­κές υ­πάρ­χουν λο­γιών λο­γιών. Κλί­μα­κα ο­λό­κλη­ρη ποιο­τή­των, απ’ τις πιο συμ­βα­τι­κές ως τις γνή­σιες κι α­λη­θι­νές. Κι η α­ξί­α των ε­λέγ­χε­ται και σταθ­μί­ζε­ται απ’ των αρ­χών των και των κρι­τη­ρί­ων την α­ξί­α την πνευ­μα­τι­κή. Κι α­ξί­ζουν ε­κεί­νες που εί­ναι των α­ρε­τών των αν­θρώ­πι­νων η με­τά­φρα­ση στην ει­δι­κή γλώσ­σα της τέ­χνης. «Οι αν­θρώ­πι­νες α­ρε­τές εί­ναι οι καλ­λι­τε­χνι­κές α­ρε­τές», εί­πε πο­λύ σω­στά ο Κα­ριέρ. Ό­ταν αυ­τές οι α­ρε­τές, οι α­ξί­ες ζω­ής, χα­θού­νε, «ό­ταν χα­θεί» – έ­γρα­φα στο η­με­ρο­λό­γιο μου (Κως, Νο­έμ­βρης 11) – αυ­τό το μο­να­δι­κό ού­τι­νος μό­νον ε­στί χρεί­α, τι α­πο­μέ­νει πια για να εκ­φρα­στεί; θε­ρα­πεί­α τό­τε δεν υ­πάρ­χει. Μά­ταια εί­ναι ό­λα τα ε­φευ­ρή­μα­τα κι ό­λες οι δε­ξιο­σύ­νες. Μά­ταια κο­πιά­ζου­με… Μα­κά­ριος ό­ποιος νιώ­θει την α­ξί­α αυ­τού του ε­νός· κι αν α­κό­μα δεν εί­ναι ι­κα­νός να το εκ­φρά­σει πλα­στι­κά, έ­χει συλ­λά­βει νο­η­τά την α­ξί­α του μέ­σα στην ψύ­χή του – και προ­σπα­θεί να τη πραγ­μα­τώ­σει.

Α­νά­με­σα σε τού­τα τα έρ­γα εί­χα την ε­ντύ­πω­ση πως ε­κι­νό­μουν α­νά­με­σα σε σκη­νι­κά. Αι­σθά­νε­σαι πως πα­ρα­σταί­νουν α­ρε­τές μα δεν τις εν­σαρ­κώ­νουν. Η έ­ντα­ση που βά­ζουν για να εκ­φρά­σουν του δυ­να­τού και του ε­πι­βλη­τι­κού την ε­ντύ­πω­ση είν’ αυ­τή α­κρι­βώς που προ­δί­νει την πραγ­μα­τι­κή έλ­λει­ψη δύ­να­μης ψυ­χής και γί­νε­ται στόμ­φος και κο­μπα­σμός. Μά­ταια γι’ αυ­τό η­χούν τ’ αρ­χαί­α ρη­τά κι οι ε­πι­γρα­φές οι γραμ­μέ­νες α­πά­νω τους, τα «Ara Patriae Augustae» και τα «Sedes Potestatis, Fanum Aequitatis Cor­pus Civium» και τα πα­ρό­μοια. Κι η ψυ­χή του θε­α­τή που ξέ­ρει πως η πραγ­μα­τι­κή α­ρε­τή ε­πι­βάλ­λε­ται με την α­κτι­νο­βο­λί­α της δεν υ­πο­χω­ρεί στον πει­θα­να­γκα­σμό τέ­τοιων ε­πι­φα­τι­κών μέ­σων.

Φά­νη­κα αυ­στη­ρός στην κρί­ση μου για τον ξέ­νο, αν και ξέ­ρω πως πο­τές άλ­λο­τες δεν ή­ταν για ό­λους τους λα­ούς τό­σο δύ­σκο­λος ο δρό­μος του α­λη­θι­νού ό­σο στα χρό­νια μας. Κι ας μη νο­μι­στεί πως η αυ­στη­ρό­τη­τα τού­τη κρύ­βει ε­πιεί­κεια για τους ε­αυ­τούς μας. Ξέ­ρω, α­λί­μο­νο, πως μα­κριά α­κό­μα εί­ναι η «σύλ­λη­ψη» ε­κεί­νη του κοι­νού ι­δε­ώ­δους που θα’ μα­στεν ό­λοι ως τα­πει­νοί ερ­γά­τες και πως ο κα­θέ­νας α­πό μας «ι­διά­ζει» και γι’ αυ­τό «α­μαρ­τά­νει», δη­λα­δή α­στο­χεί την α­λή­θεια.

Τέ­τοιο, μο­λο­ταύ­τα α­πό­λυ­το, μέ­τρο νό­μι­σα πως ή­ταν χρέ­ος μου να κρα­τή­σω, και σαν Έλ­λη­νας και –ό­σο κι αν φαί­νε­ται τού­το α­ντι­νο­μι­κό και πα­ρά­δο­ξο– σαν α­ντι­κει­με­νι­κός κρι­τής:

Σαν Έλ­λη­νας, αι­σθάν­θη­κα ε­μπρός σε τού­τα τα έρ­γα, στη­μέ­να, σ’ ελ­λη­νι­κή γη, την α­να­νε­ω­μέ­νη έκ­φρα­ση της βί­ας του Ρω­μα­ϊ­κού Και­σα­ρι­σμού, κά­θε Και­σα­ρι­σμού, και το πως τα κρί­νει και πως τα δέ­χε­ται η ελ­λη­νι­κή καρ­διά, ή­ταν α­πό­λυ­τα α­να­γκαί­ο να εκ­φρα­στεί.

Αλ­λά για­τί δε θα’ ταν δί­και­η η αυ­στη­ρό­τη­τα τού­τη για την α­ντι­κει­με­νι­κή κρί­ση; Κοι­νό εί­ναι για ό­λα τα έ­θνη το αί­τη­μα γι’ α­λη­θι­νή ζω­ή και τέ­χνη, κοι­νή κι η προ­σπά­θεια για την α­νύ­ψω­ση των κρι­τη­ρί­ων μας, που εί­ναι η βα­σι­κή για την πραγ­μά­τω­ση του α­λη­θι­νού προ­ϋ­πό­θε­ση.

θε­ώ­ δε δυ­να­τόν με­λά­ναις
εκ νυ­κτός α­μί­α­ντον  όρ­σαι φάος,
κε­λαι­νε­φέ­ι δε σκό­τει
κα­λύ­ψαι σέ­λας κα­θα­ρόν
α­μέ­ρας.
ΠΙΝ­ΔΑ­ΡΟΣ

Κύ­ριε, η­γά­πη­σα ευ­πρέ­πειαν οί­κου σου και τό­πον προ­σκυ­νή­μα­τος δό­ξης.

Αν θέ­λου­με να δού­με το γνή­σιο, πρέ­πει να πά­με στο Κά­στρο. Ε­κεί μέ­σα τέσ­σε­ρις λα­οί, ο Έλ­λη­νας, ο Ρω­μαί­ος, ο Φρά­γκος, ο Τούρ­κος, ά­φη­σαν χα­ραγ­μέ­να α­πά­νω στις πέ­τρες και στα μάρ­μα­ρα τα ι­δε­ο­γράμ­μα­τα του «εί­ναι» των, του ι­δα­νι­κού της ζω­ής που εί­χε ο κα­θέ­νας συλ­λά­βει. Και του ε­νός απ’ αυ­τούς, του Έλ­λη­να, θα δεις ε­δώ τους δυο λα­μπρούς ά­θλους, της Αρ­χαιό­τη­τας και του Με­σαί­ω­να. Έρ­γα της πρώ­της – ό­χι απ’ τα κα­λύ­τε­ρα ού­τε της κα­λύ­τε­ρης ε­πο­χής – βρί­σκο­νται στο Μου­σεί­ο του Spedale. Τα βυ­ζα­ντι­νά θα τα δεις κά­τω α­πό το ντύ­μα το μου­σουλ­μα­νι­κό. Μα εύ­κο­λα θα μπο­ρέ­σεις κά­τω απ’ τις με­τα­τρο­πές και τις προ­σθή­κες ν’ α­να­γνω­ρί­σεις τα σχή­μα­τα της βυ­ζα­ντι­νής κα­τα­σκευ­ής. Και κά­πο­τε ξαφ­νιά­ζε­σαι ό­ταν απ’ τους τοί­χους κά­ποιου ε­γκα­τα­λειμ­μέ­νου με­τζί­ντ θω­ρείς να σε κοι­τά­νε οι γνώ­ρι­μές σου μορ­φές οι ά­γιες της ελλη­νι­κής Χρι­στια­νο­σύ­νης.

Μ’ ας αρ­χί­σου­με α­πό έ­να ο­ποιο­δή­πο­τε έρ­γο του αρ­χαί­ου κό­σμου. Α­πό έ­να ο­ποιο­δή­πο­τε συ­ντρίμ­μι. Και το ε­λά­χι­στο απ’ αυ­τά α­να­δί­νει το πνεύ­μα της ε­πο­χής ο­λά­κε­ρης…

https://cognoscoteam.gr

 Fair Notice -Mε επιφύλαξη παντός νόμιμου δικαιώματος:Το newsplanet09 όπως και η σελίδα μας newsplanet09 στο facebook απαγορεύει ρητώς από 9/6/20 οποιαδήποτε επισήμανση ή χαρακτηρισμό των άρθρων του από μη αναγνωρισμένες από το Ελληνικό κράτος, αλλά και τους διεθνείς νόμους προστασίας ατομικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθερίας άποψης και ιδεών από διαδικτυακές οργανώσεις, οι οποίες δεν συνάδουν με το Σύνταγμα & τους νόμους της χώρας μας, και τις οποίες δεν αναγνωρίζουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια

Εικόνες θέματος από enot-poloskun. Από το Blogger.