ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ του Γιάννη
ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ του Γιάννη
Πρόσεξε Γιάννη εκεί που θα πας
στην φύση την απλή
στης φύσης το περπατι πρόσεξε στο λέω πολλές φορές
να πας από εκεί που δεν πληρώνεις διόδια ..
Να ξέρεις Γιάννη, διόδια πληρώνουν μόνο
όταν πας στον Αχέροντα
μην κάνεις την λαθεια
εκεί στην φύση
/ το χαλινάρι το κρατάει ο θείος ήλιος
με την μητέρα γη .......
Εκεί διόδια δεν περνάν ,
είναι άλλου κόσμου.
σκοτεινού κύκλου τα διοδια
της πισσας και της ραγιαδιας /////
Να θυμάσαι πάντα τον Παλαμά στο <<γύριζε>>
«Γύριζε, μὴ σταθῇς ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,
ὁ ψεύτης εἴδωλο εἶν᾿ ἐδῶ, τὸ προσκυνᾷ ἡ πλεμπάγια,
ἡ Ἀλήθεια τόπο νὰ σταθῇ μιὰ σπιθαμὴ δὲ θἄβρῃ.
Ἀλάργα. Μόρα τῆς ψυχῆς τῆς χώρας τὰ μουράγια.
Ἀπὸ θαμποὺς ντερβίσηδες καὶ στέρφους μανταρίνους
κι ἀπὸ τοὺς χαλκοπράσινους ἡ Πολιτεία πατιέται.
Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! Χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.
Δὲν ἔχεις, Ὄλυμπε, θεούς, μηδὲ λεβέντες ἡ Ὄσσα,
ραγιάδες ἔχεις, μάννα γῆ, σκυφτοὺς γιὰ τὸ χαράτσι,
κούφιοι καὶ ὀκνοὶ καταφρονοῦν τὴ θεία τραχιά σου γλώσσα,
τῶν Εὐρωπαίων περιγελᾷ καὶ τῶν ἀρχαίων παλιάτσοι.
Καὶ δημοκόποι Κλέωνες καὶ λογοκόποι Ζωίλοι,
καὶ Μαμμωνᾶδες βάρβαροι, καὶ χαῦνοι λεβαντίνοι.
λύκοι, ὦ κοπάδια, οἱ πιστικοὶ καὶ ψωριασμένοι οἱ σκύλοι
κι οἱ χαροκόποι ἀδιάντροποι καὶ πόρνη ἡ Ρωμιοσύνη!»
ΟΧΙ ΟΧΙ ΟΧΙ θα πάω από την κακοτραχια
αλλά θα περάσω απο τον ίσκιο και θα βγω στην ξαστεριά
Θα εχω καρφωμένο στο μυαλό μου το ποίημα του Παλαμά ,
,η ασάλευτη ζωή ..εκει που λεει
Τὸ σήμερα εἴτανε νωρίς, τ᾿ αὔριο ἀργὰ θὰ εἶναι,
δὲ θὰ σοῦ στρέξη τ᾿ ὄνειρο, δὲ θάρθ᾿ ἡ αὐγὴ ποὺ θέλεις,
μὲ τὸν καημὸ τ᾿ ἀθανάτου ποὺ δὲν τὸ φτάνεις, μεῖνε,
κυνηγητὴς τοῦ σύγγνεφου, τοῦ ἴσκιου Πραξιτέλης.
Τὰ τωρινὰ καὶ τ᾿ αὐριανά, βρόχοι καὶ πέλαγα, ὅλα
σύνεργα τοῦ πνιγμοῦ γιὰ σὲ καὶ ὁράματα τῆς πλάνης
μακρότερη ἀπ᾿ τὴ δόξα σου καὶ μία τοῦ κήπου βιόλα
καὶ θὰ περάσης, μάθε το, καὶ θὰ πεθάνης!»
Κ᾿ ἐγὼ ἀποκρίθηκα: «Ἂς περάσω κι ἂς πεθάνω!
Πλάστης κ᾿ ἐγὼ μ᾿ ὅλο τὸ νοῦ καὶ μ᾿ ὅλη τὴν καρδιά μου
λάκκος κι ἂς φάῃ τὸ πλάσμα μου, ἀπὸ τ᾿ ἀθάνατα ὅλα
μπορεῖ ν᾿ ἀξίζει πιὸ πολὺ τὸ γοργοπέρασμά μου».
και το τέλος απο τις πατρίδες του Παλαμά
είναι η ουσία του ένα και του ενός
Πατρίδες! Ἀέρας, γῆ, νερό, φωτιά! Στοιχεῖα,
ἀχάλαστα καὶ ἀρχὴ καὶ τέλος τῶν πλασμάτων,
σὰ θὰ περάσω στὴ γαλήνη τῶν μνημάτων,
θὰ σᾶς ξανάβρω, πρώτη καὶ στερνὴ εὐτυχία!
ΠΉΓΕ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ να προσευχηθεί στην
φύση να μιλήσει
ισα στην μάνα του να του αποκριθεί τη να κάνουν και πως
να αφυπνιστούν
αυτοί που την πατουν και την ξεχάσαν
ότι είναι μανα τους
είναι εκείνη που πρωτοειδαν
το φως του πατέρα ηλίου ...
Ανεβηκε πάνω σε ενα βράχο ενώ η φύση γυρω του
ερωτοτροπουσε για την συνέχεια της
Άρχισε να απαγγέλλει φωναχτά
με τρανταχτή φωνή
Τὸ σαΐτεμα
Καὶ χαμήλωσες, ὦ Φοῖβε, ἀπὸ τὰ ὕψη
τῶν Ὀλύμπων τῶν ἁγνῶν
πρὸς τοῦ χαύνου τὴν πατρίδα,
πρὸς τὴ χώρα τῶν ὀκνῶν.
Κ᾿ ἔπαιξες τὴ λύρα, ἀνάβρυσμα
παναρμονικῶν πηγῶν!
Λόγια σ᾿ ἀπαντήσανε βαρήκοων
καὶ περίγελα τυφλῶν.
Τότε, σὰ νὰ γύρευες τὴν πλάση
νὰ λυτρώσης ἀπὸ μόλυσμα,
κι ἀπ᾿ τ᾿ ἀκάθαρτα ὅλα τὸν ἀέρα,
ἔρριξες τὴ λύρα, κ᾿ ἔγινες
σαϊτευτής, καὶ τὰ σαΐτεψες
τῶν ἀνοήτων τὰ κοπάδια πέρα ὡς πέρα!
Ξάφνου όλα σώπασαν
όλα εναρμονίστηκαν
με τον ΛΌΓΟ
Ἥλιε, ἐσύ, πηγὴ ἀστείρευτη
κάθε ζωῆς, εἰκόνα
τοῦ ὡραίου ὑπερτέλεια
καὶ τοῦ Ἀπείρου κορῶνα.
Πρὶν ἀρχίσουν τὸ διάβα τους
τῶν θεῶν οἱ λεγεῶνες,
πρῶτο θεὸ σὲ ἀγνάντεψαν
καὶ μοναχὸν οἱ αἰῶνες.
Καὶ πάλι θεὸς ὕστατος
σὲ νεκρικὴ λαμπάδα
τοῦ τελευταίου θρησκεύματος
θὰ φέξης τὴν κρυάδα.
Ἡ γῆ μας γῆ ἄφθαρτων
ἀερικῶν καὶ εἰδώλων,
πασίχαρος καὶ ὑπέρτατος
θεός μας εἶν᾿ ὁ Ἀπόλλων.
Η γυμνή αλήθεια ξεπηδά
από το ποίημα σάτυρος
αυτή πρέπει να είναι γυμνή
και ολοκάθαρη
σαν εσένα αρμονία της ουσίας
της καρδιάς της μητέρας
που πατώ
και άρχισε ο Γιάννης
να απαγγέλλει δυνατά
Μέτωπο, μάτια, κύματα
μαλλιά, γλουτοί, λαγόνες,
κρυφὰ λαγκάδια, τοῦ Ἔρωτα
ρόδα, μυρτιές, κρυψῶνες,
πόδια ποὺ ἁλυσοδένετε,
βρύσες τοῦ χάιδιου, ὦ χέρια,
τοῦ πόθου περιστέρια,
γεράκια τοῦ χαμοῦ!
Καὶ ὁλόκαρδα, κι ἀμπόδιστα
λογάκια, ὦ στόμα, ὦ στόμα,
σὰν τὸ κερὶ τῆς μέλισσας,
σὰν τοῦ ροδιοῦ τὸ χρῶμα.
Τὰ κρίνα τ᾿ ἀλαβάστρινα,
τοῦ ἀπρίλη θυμιατήρια,
ζηλεύουν τὰ ποτήρια
τοῦ κόρφου σου. - Ὢ νὰ πιῶ,
Νὰ πιῶ στὰ ροδοχάραγα,
στὰ ὀρθά, στὰ σμαλτωμένα,
τὸ γάλα ποὺ ὀνειρεύτηκα
τῆς εὐτυχίας ἐσένα.
Ἐγὼ εἶμαι ἱεροφάντης σου,
βωμοὶ τὰ γόνατά σου,
στὴν πύρινη ἀγκαλιά σου
θεοὶ θαυματουργοῦν.
Μακριά μας ὅσα ἀταίριαστα,
ντυμένα καὶ κρυμμένα,
τὰ μισερὰ καὶ τ᾿ ἄσκημα
καὶ ἀκάθαρτα καὶ ξένα.
Ὀρθὰ ὅλα, ξέσκεπα, ἄδολα,
γῆ, αἰθέρες, κορμιά, στήθια.
Γύμνια εἶναι κ᾿ ἡ ἀλήθεια,
καὶ γύμνια κ᾿ ἡ ὀμορφιά.
και ενω τελείωνε
σαν να άκουσε να του ψελλίζει από πέρα ο αγέρας
Ξένε σοφέ, πὼς ἤθελα
τὸ φθαρτό μου τραγούδι
νὰ σμίξω μὲ τοῦ λόγου σου
τὸ ἀθάνατο λουλούδι.
«- Μάθε πὼς τὰ συστήματα
τῶν φιλοσόφων, κάθε
νοῦ τρανοῦ φεγγοβόλημα
κάθ᾿ ἐπιστήμη, μάθε
πὼς δὲν ἀξίζουν τίποτε
τὰ πάντα ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη,
ὅσο ἀξίζει ἕνα φίλημα,
ὅσο ἀξίζει ἕνα δάκρυ!»
και τότε ο Γιαννης απάντησε
παλι απο το ιδιο ποίημα του Παλαμά
ίαμβοι και ανάπαιστοι
Δίδυμα τέκνα γέννησαν
ὁ Φοῖβος κ᾿ ἡ Ἁρμονία
ἐσᾶς, Πολύμνια ψάλτρια,
φιλόσοφε Οὐρανία!
Ἡ πρώτη τὸν ἀμάραντον
ἀνθὸ παντοῦ τρυγάει,
μιὰ πεταλούδαν ἄπιαστην
ἡ ἄλλη κυνηγάει.
Ἀλλὰ τόσο ταιριάζουνε
κι ἀντάμα οἱ δυὸ καὶ χώρια,
ποὺ τὴ μία παίρνουν κάποτε
γιὰ τὴν ἄλλη πανώρια.
ο Γιάννης κατεβαίνει από το βράχο
σαν να είχε μιλήσει
και του είχε αποκριθεί η μάνα του
Περπάτησε αργά και στον ενθουσιασμό του
απο την αναπάντεχη ψυχή που συνδέει
έναν ποιητή με ενα ποίημα
Ξεχάστηκε
και πήρε την επιστροφή από τα διόδια ...
όταν πλήρωσε ..
τότε του ήρθε στο μυαλό το άλλο ποίημα του Παλαμά
απο τους αναπαιστους
Ἡ μαύρη Λάμια ποὺ ἔκλεισε
στὴν καρδιά της τὸν Ἅδη,
νὰ κατέβω μὲ πρόσταξε
μεσ᾿ στὸ ξερὸ πηγάδι,
νἄβρω τὸ δαχτυλίδι της
ποὺ μέσα ἐκεῖ ἔχει πέσει
μ᾿ ἕνα διαμάντι λιόκαλο
καρφωμένο στὴ μέση.
Ψάχνω, δὲ βρίσκω τίποτε...
Ὦ νύχτα, ὦ τέρας πλάνο!
Στὰ πόδια μου μιὰν ἄβυσσο,
καὶ μιὰ Λάμια ἀποπάνω
και ενώ αισθάνονταν την λάμια του σκοτεινοί
Αδη θυμήθηκε το τέλος
του ποιήματος
Ἡ ἀρχαία ψυχὴ ζῆ μέσα μας
ἀθέλητα κρυμμένη·
ὁ Μέγας Πᾶν δὲν πέθανεν,
ὄχι· ὁ Πᾶν δὲν πεθαίνει!
Εξαφνα η λάμια χάθηκε από μπροστά του
γιατί θυμήθηκε ότι τον συνδέει μια κλωστή με την ψυχή την ίδια
Μια ένωση με το άπλωμα
του ΟΛΟΥ ΕΙΝΑΙ
Σβύσε τὰ μάτια μου· μπορῶ νὰ σὲ κοιτάζω,
τ᾿ αὐτιά μου σφράγισέ τα, νὰ σ᾿ ἀκούω μπορῶ.
Χωρὶς τὰ πόδια μου μπορῶ νὰ ρθῶ σ᾿ ἐσένα,
καὶ δίχως στόμα, θὰ μπορῶ νὰ σὲ παρακαλῶ.
Κόψε τὰ χέρια μου, θὰ σὲ σφιχταγκαλιάζω,
σὰ νὰ εἶταν χέρια, ὅμοια καλά,
μὲ τὴν καρδιά.
Σταμάτησέ μου τὴν καρδιά, καὶ θὰ καρδιοχτυπῶ
μὲ τὸ κεφάλι.
Κι ἂν κάμῃς τὸ κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη, ἐγὼ
μέσα στὸ αἷμα μου θὰ σ᾿ ἔχω πάλι.
ΣΗΜΑΤΩΡΟΣ
Πρόσεξε Γιάννη εκεί που θα πας
στην φύση την απλή
στης φύσης το περπατι πρόσεξε στο λέω πολλές φορές
να πας από εκεί που δεν πληρώνεις διόδια ..
Να ξέρεις Γιάννη, διόδια πληρώνουν μόνο
όταν πας στον Αχέροντα
μην κάνεις την λαθεια
εκεί στην φύση
/ το χαλινάρι το κρατάει ο θείος ήλιος
με την μητέρα γη .......
Εκεί διόδια δεν περνάν ,
είναι άλλου κόσμου.
σκοτεινού κύκλου τα διοδια
της πισσας και της ραγιαδιας /////
Να θυμάσαι πάντα τον Παλαμά στο <<γύριζε>>
«Γύριζε, μὴ σταθῇς ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,
ὁ ψεύτης εἴδωλο εἶν᾿ ἐδῶ, τὸ προσκυνᾷ ἡ πλεμπάγια,
ἡ Ἀλήθεια τόπο νὰ σταθῇ μιὰ σπιθαμὴ δὲ θἄβρῃ.
Ἀλάργα. Μόρα τῆς ψυχῆς τῆς χώρας τὰ μουράγια.
Ἀπὸ θαμποὺς ντερβίσηδες καὶ στέρφους μανταρίνους
κι ἀπὸ τοὺς χαλκοπράσινους ἡ Πολιτεία πατιέται.
Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! Χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.
Δὲν ἔχεις, Ὄλυμπε, θεούς, μηδὲ λεβέντες ἡ Ὄσσα,
ραγιάδες ἔχεις, μάννα γῆ, σκυφτοὺς γιὰ τὸ χαράτσι,
κούφιοι καὶ ὀκνοὶ καταφρονοῦν τὴ θεία τραχιά σου γλώσσα,
τῶν Εὐρωπαίων περιγελᾷ καὶ τῶν ἀρχαίων παλιάτσοι.
Καὶ δημοκόποι Κλέωνες καὶ λογοκόποι Ζωίλοι,
καὶ Μαμμωνᾶδες βάρβαροι, καὶ χαῦνοι λεβαντίνοι.
λύκοι, ὦ κοπάδια, οἱ πιστικοὶ καὶ ψωριασμένοι οἱ σκύλοι
κι οἱ χαροκόποι ἀδιάντροποι καὶ πόρνη ἡ Ρωμιοσύνη!»
ΟΧΙ ΟΧΙ ΟΧΙ θα πάω από την κακοτραχια
αλλά θα περάσω απο τον ίσκιο και θα βγω στην ξαστεριά
Θα εχω καρφωμένο στο μυαλό μου το ποίημα του Παλαμά ,
,η ασάλευτη ζωή ..εκει που λεει
Τὸ σήμερα εἴτανε νωρίς, τ᾿ αὔριο ἀργὰ θὰ εἶναι,
δὲ θὰ σοῦ στρέξη τ᾿ ὄνειρο, δὲ θάρθ᾿ ἡ αὐγὴ ποὺ θέλεις,
μὲ τὸν καημὸ τ᾿ ἀθανάτου ποὺ δὲν τὸ φτάνεις, μεῖνε,
κυνηγητὴς τοῦ σύγγνεφου, τοῦ ἴσκιου Πραξιτέλης.
Τὰ τωρινὰ καὶ τ᾿ αὐριανά, βρόχοι καὶ πέλαγα, ὅλα
σύνεργα τοῦ πνιγμοῦ γιὰ σὲ καὶ ὁράματα τῆς πλάνης
μακρότερη ἀπ᾿ τὴ δόξα σου καὶ μία τοῦ κήπου βιόλα
καὶ θὰ περάσης, μάθε το, καὶ θὰ πεθάνης!»
Κ᾿ ἐγὼ ἀποκρίθηκα: «Ἂς περάσω κι ἂς πεθάνω!
Πλάστης κ᾿ ἐγὼ μ᾿ ὅλο τὸ νοῦ καὶ μ᾿ ὅλη τὴν καρδιά μου
λάκκος κι ἂς φάῃ τὸ πλάσμα μου, ἀπὸ τ᾿ ἀθάνατα ὅλα
μπορεῖ ν᾿ ἀξίζει πιὸ πολὺ τὸ γοργοπέρασμά μου».
και το τέλος απο τις πατρίδες του Παλαμά
είναι η ουσία του ένα και του ενός
Πατρίδες! Ἀέρας, γῆ, νερό, φωτιά! Στοιχεῖα,
ἀχάλαστα καὶ ἀρχὴ καὶ τέλος τῶν πλασμάτων,
σὰ θὰ περάσω στὴ γαλήνη τῶν μνημάτων,
θὰ σᾶς ξανάβρω, πρώτη καὶ στερνὴ εὐτυχία!
ΠΉΓΕ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ να προσευχηθεί στην
φύση να μιλήσει
ισα στην μάνα του να του αποκριθεί τη να κάνουν και πως
να αφυπνιστούν
αυτοί που την πατουν και την ξεχάσαν
ότι είναι μανα τους
είναι εκείνη που πρωτοειδαν
το φως του πατέρα ηλίου ...
Ανεβηκε πάνω σε ενα βράχο ενώ η φύση γυρω του
ερωτοτροπουσε για την συνέχεια της
Άρχισε να απαγγέλλει φωναχτά
με τρανταχτή φωνή
Τὸ σαΐτεμα
Καὶ χαμήλωσες, ὦ Φοῖβε, ἀπὸ τὰ ὕψη
τῶν Ὀλύμπων τῶν ἁγνῶν
πρὸς τοῦ χαύνου τὴν πατρίδα,
πρὸς τὴ χώρα τῶν ὀκνῶν.
Κ᾿ ἔπαιξες τὴ λύρα, ἀνάβρυσμα
παναρμονικῶν πηγῶν!
Λόγια σ᾿ ἀπαντήσανε βαρήκοων
καὶ περίγελα τυφλῶν.
Τότε, σὰ νὰ γύρευες τὴν πλάση
νὰ λυτρώσης ἀπὸ μόλυσμα,
κι ἀπ᾿ τ᾿ ἀκάθαρτα ὅλα τὸν ἀέρα,
ἔρριξες τὴ λύρα, κ᾿ ἔγινες
σαϊτευτής, καὶ τὰ σαΐτεψες
τῶν ἀνοήτων τὰ κοπάδια πέρα ὡς πέρα!
Ξάφνου όλα σώπασαν
όλα εναρμονίστηκαν
με τον ΛΌΓΟ
Ἥλιε, ἐσύ, πηγὴ ἀστείρευτη
κάθε ζωῆς, εἰκόνα
τοῦ ὡραίου ὑπερτέλεια
καὶ τοῦ Ἀπείρου κορῶνα.
Πρὶν ἀρχίσουν τὸ διάβα τους
τῶν θεῶν οἱ λεγεῶνες,
πρῶτο θεὸ σὲ ἀγνάντεψαν
καὶ μοναχὸν οἱ αἰῶνες.
Καὶ πάλι θεὸς ὕστατος
σὲ νεκρικὴ λαμπάδα
τοῦ τελευταίου θρησκεύματος
θὰ φέξης τὴν κρυάδα.
Ἡ γῆ μας γῆ ἄφθαρτων
ἀερικῶν καὶ εἰδώλων,
πασίχαρος καὶ ὑπέρτατος
θεός μας εἶν᾿ ὁ Ἀπόλλων.
Η γυμνή αλήθεια ξεπηδά
από το ποίημα σάτυρος
αυτή πρέπει να είναι γυμνή
και ολοκάθαρη
σαν εσένα αρμονία της ουσίας
της καρδιάς της μητέρας
που πατώ
και άρχισε ο Γιάννης
να απαγγέλλει δυνατά
Μέτωπο, μάτια, κύματα
μαλλιά, γλουτοί, λαγόνες,
κρυφὰ λαγκάδια, τοῦ Ἔρωτα
ρόδα, μυρτιές, κρυψῶνες,
πόδια ποὺ ἁλυσοδένετε,
βρύσες τοῦ χάιδιου, ὦ χέρια,
τοῦ πόθου περιστέρια,
γεράκια τοῦ χαμοῦ!
Καὶ ὁλόκαρδα, κι ἀμπόδιστα
λογάκια, ὦ στόμα, ὦ στόμα,
σὰν τὸ κερὶ τῆς μέλισσας,
σὰν τοῦ ροδιοῦ τὸ χρῶμα.
Τὰ κρίνα τ᾿ ἀλαβάστρινα,
τοῦ ἀπρίλη θυμιατήρια,
ζηλεύουν τὰ ποτήρια
τοῦ κόρφου σου. - Ὢ νὰ πιῶ,
Νὰ πιῶ στὰ ροδοχάραγα,
στὰ ὀρθά, στὰ σμαλτωμένα,
τὸ γάλα ποὺ ὀνειρεύτηκα
τῆς εὐτυχίας ἐσένα.
Ἐγὼ εἶμαι ἱεροφάντης σου,
βωμοὶ τὰ γόνατά σου,
στὴν πύρινη ἀγκαλιά σου
θεοὶ θαυματουργοῦν.
Μακριά μας ὅσα ἀταίριαστα,
ντυμένα καὶ κρυμμένα,
τὰ μισερὰ καὶ τ᾿ ἄσκημα
καὶ ἀκάθαρτα καὶ ξένα.
Ὀρθὰ ὅλα, ξέσκεπα, ἄδολα,
γῆ, αἰθέρες, κορμιά, στήθια.
Γύμνια εἶναι κ᾿ ἡ ἀλήθεια,
καὶ γύμνια κ᾿ ἡ ὀμορφιά.
και ενω τελείωνε
σαν να άκουσε να του ψελλίζει από πέρα ο αγέρας
Ξένε σοφέ, πὼς ἤθελα
τὸ φθαρτό μου τραγούδι
νὰ σμίξω μὲ τοῦ λόγου σου
τὸ ἀθάνατο λουλούδι.
«- Μάθε πὼς τὰ συστήματα
τῶν φιλοσόφων, κάθε
νοῦ τρανοῦ φεγγοβόλημα
κάθ᾿ ἐπιστήμη, μάθε
πὼς δὲν ἀξίζουν τίποτε
τὰ πάντα ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη,
ὅσο ἀξίζει ἕνα φίλημα,
ὅσο ἀξίζει ἕνα δάκρυ!»
και τότε ο Γιαννης απάντησε
παλι απο το ιδιο ποίημα του Παλαμά
ίαμβοι και ανάπαιστοι
Δίδυμα τέκνα γέννησαν
ὁ Φοῖβος κ᾿ ἡ Ἁρμονία
ἐσᾶς, Πολύμνια ψάλτρια,
φιλόσοφε Οὐρανία!
Ἡ πρώτη τὸν ἀμάραντον
ἀνθὸ παντοῦ τρυγάει,
μιὰ πεταλούδαν ἄπιαστην
ἡ ἄλλη κυνηγάει.
Ἀλλὰ τόσο ταιριάζουνε
κι ἀντάμα οἱ δυὸ καὶ χώρια,
ποὺ τὴ μία παίρνουν κάποτε
γιὰ τὴν ἄλλη πανώρια.
ο Γιάννης κατεβαίνει από το βράχο
σαν να είχε μιλήσει
και του είχε αποκριθεί η μάνα του
Περπάτησε αργά και στον ενθουσιασμό του
απο την αναπάντεχη ψυχή που συνδέει
έναν ποιητή με ενα ποίημα
Ξεχάστηκε
και πήρε την επιστροφή από τα διόδια ...
όταν πλήρωσε ..
τότε του ήρθε στο μυαλό το άλλο ποίημα του Παλαμά
απο τους αναπαιστους
Ἡ μαύρη Λάμια ποὺ ἔκλεισε
στὴν καρδιά της τὸν Ἅδη,
νὰ κατέβω μὲ πρόσταξε
μεσ᾿ στὸ ξερὸ πηγάδι,
νἄβρω τὸ δαχτυλίδι της
ποὺ μέσα ἐκεῖ ἔχει πέσει
μ᾿ ἕνα διαμάντι λιόκαλο
καρφωμένο στὴ μέση.
Ψάχνω, δὲ βρίσκω τίποτε...
Ὦ νύχτα, ὦ τέρας πλάνο!
Στὰ πόδια μου μιὰν ἄβυσσο,
καὶ μιὰ Λάμια ἀποπάνω
και ενώ αισθάνονταν την λάμια του σκοτεινοί
Αδη θυμήθηκε το τέλος
του ποιήματος
Ἡ ἀρχαία ψυχὴ ζῆ μέσα μας
ἀθέλητα κρυμμένη·
ὁ Μέγας Πᾶν δὲν πέθανεν,
ὄχι· ὁ Πᾶν δὲν πεθαίνει!
Εξαφνα η λάμια χάθηκε από μπροστά του
γιατί θυμήθηκε ότι τον συνδέει μια κλωστή με την ψυχή την ίδια
Μια ένωση με το άπλωμα
του ΟΛΟΥ ΕΙΝΑΙ
Σβύσε τὰ μάτια μου· μπορῶ νὰ σὲ κοιτάζω,
τ᾿ αὐτιά μου σφράγισέ τα, νὰ σ᾿ ἀκούω μπορῶ.
Χωρὶς τὰ πόδια μου μπορῶ νὰ ρθῶ σ᾿ ἐσένα,
καὶ δίχως στόμα, θὰ μπορῶ νὰ σὲ παρακαλῶ.
Κόψε τὰ χέρια μου, θὰ σὲ σφιχταγκαλιάζω,
σὰ νὰ εἶταν χέρια, ὅμοια καλά,
μὲ τὴν καρδιά.
Σταμάτησέ μου τὴν καρδιά, καὶ θὰ καρδιοχτυπῶ
μὲ τὸ κεφάλι.
Κι ἂν κάμῃς τὸ κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη, ἐγὼ
μέσα στὸ αἷμα μου θὰ σ᾿ ἔχω πάλι.
ΣΗΜΑΤΩΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια