Ὀδυσσέας Ἐλύτης – Θάνατος καὶ Ἀνάστασις τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου






Ι
ΙἜτσι καθὼς ἐστέκονταν  ὀρθὸς μπροστὰ στὴν Πύλη κι ἄπαρτος μὲς
στὴ λύπη του
Μακριὰ τοῦ κόσμου ποὺ ἡ ψυχή του γύρευε νὰ λογαριάσει στὸ φάρ-
δος Παραδείσου   Καὶ σκληρὸς πιὸ κι ἀπ᾿ τὴν πέτρα ποὺ δὲν τὸν
εἴχανε κοιτάξει τρυφερὰ ποτὲ – κάποτε τὰ στραβὰ δόντια του ἄσπρι-
ζαν παράξενα
Κι ὅπως περνοῦσε μὲ τὸ βλέμμα του λίγο πιὸ πάνω ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώ-
πους    κι ἔβγανε ἀπ᾿ ὅλους    Ἔναν     ποὺ τοῦ χαμογελούσε    τὸν
Ἀληθινόν    ποὺ ὁ χάρος δὲν τὸν ἔπιανε
Πρόσεχε νὰ προφέρει καθαρὰ τὴ λέξη θάλασσα ἔτσι ποὺ νὰ γυαλί-
σοῦν μέσα της ὅλα τὰ δελφίνια    Κι ἡ ἐρημιὰ πολλὴ ποὺ νὰ χωρᾶ ὁ
Θεός    κι ἡ κάθε μιὰ σταγόνα σταθερὴ στὸν ἥλιο ν᾿ ἀνεβαίνει
Νέος ἀκόμα εἶχε δεῖ στοὺς ὤμους τῶν μεγάλων τὰ χρυσὰ νὰ λάμπουν
καὶ νὰ φεύγουν    Καὶ μιὰ νύχτα    θυμᾶται    σ᾿ ὥρα μεγάλης τρικυ-
μῖας βόγκηξε ὁ λαιμός του πόντου τόσο ποὺ θολώθη    μὰ δὲν ἔστερ-
ξὲ νὰ τοῦ σταθεῖ
Βαρὺς ὁ κόσμος νὰ τὸν ζήσεις ὅμως γιὰ λίγη περηφάνια τὸ ἄξιζε.
II
Θεέ μου καὶ τώρα τι    Πού ῾χε μὲ χίλιους νὰ παλέψει    χώρια μὲ τὴ
μοναξιά του    ποιός    αὐτὸς πού ῾ξερε μ᾿ ἕνα λόγο του νὰ δώσει ὁλά-
κερης τῆς γῆς νὰ ξεδιψάσει    τί
Ποὺ ὅλα του τά ῾χαν πάρει    Καὶ τὰ πέδιλά του τὰ σταυροδετὰ καὶ τὸ
τρικράνι του τὸ μυτερὸ καὶ τὸ τοιχίο ποὺ καβαλοῦσε κάθε ἀπομεσή-
μερο νὰ κρατάει τὰ γκέμια ἐνάντια στὸν καιρὸ σὰν ζόρικο καὶ πηδη-
χτὸ βαρκάκι
Καὶ μία φούχτα λουίζα    ποὺ τὴν εἶχε τρίψει στὰ μάγουλα ἑνὸς κορι-
τσιοῦ    μεσάνυχτα    νὰ τὸ φιλήσει (πῶς κουρναλίζαν τὰ νερά τοῦ
φεγγαριοῦ στὰ πέτρινα τὰ σκαλοπάτια τρεῖς γκρεμοὺς πάνω ἀπ᾿ τὴ
θάλασσα…)
Μεσημέρι ἀπὸ νύχτα    Καὶ μήτ᾿ ἕνας πλάι του    Μονάχα οἱ λέξεις
του οἱ πιστὲς πού ῾σμιγαν ὅλα τους τὰ χρώματα ν᾿ ἀφήσουν μὲς στὸ
χέρι του μιὰ λόγχη ἀπὸ ἄσπρο φῶς
Καὶ ἀντίκρυ    σ᾿ ὅλο τῶν τειχῶν τὸ μάκρος    μυρμηκιὰ οἱ χυμένες
μὲς στὸ γύψο κεφαλὲς ὅσο ἔπαιρνε τὸ μάτι του
«Μεσημέρι ἀπὸ νύχτα – ὅλ᾿ ἡ ζωὴ μία λάμψη!»    φώναξε κι ὅρμησε
μὲς στὸ σωρό    σύρνοντας πίσω του χρυσὴ γραμμὴ ἀτελεύτητη
Καὶ ἀμέσως ἔνιωσε    ξεκινημένη ἀπὸ μακριά    ἡ στερνὴ χλωμάδα
νὰ τὸν κυριεύει.
III
Τώρα    καθὼς τοῦ ἥλιου ἡ φτερωτὴ ὁλοένα γυρνοῦσε καὶ πιὸ γρήγο-
ρα    οἱ αὐλὲς βουτοῦσαν μέσα στὸ χειμώνα κι ἔβγαιναν πάλι κατά-
κόκκινες ἀπ᾿ τὰ γεράνια
Κι οἱ μικροὶ δροσεροὶ τροῦλοι ὅμοια μέδουσες γαλάζιες ἔφταναν κά-
θε φορὰ καὶ πιὸ ψηλὰ στ᾿ ἀσήμια ποὺ τὰ ψιλοδούλευε ὁ ἀγέρας
γι᾿ ἄλλων καιρών    πιὸ μακρινῶν    τὸ εἰκόνισμα
Κόρες παρθένες    φέγγοντας ἡ ἀγκαλιὰ τοὺς ἕνα θερινὸ ξημέρωμα
φρέσκα βαγιόφυλλα καὶ τῆς μυρσίνης τῆς ξεριζωμένης τῶν βυθῶν
σταλάζοντας ἰώδιο    τὰ κλωνάρια
Τοῦ ῾φερναν    Ἐνῶ κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια του ἄκουγε    στὴ μεγάλη κά-
ταβόθρα νὰ καταποντίζονται    πλῶρες μαύρων καραβιών    τ᾿ ἀρχαῖα
καὶ καπνισμένα ξύλα    ὄθε    μὲ στυλωμένο μάτι ὀρθὲς ἀκόμη Θεό-
μήτορες ἐπιτιμούσανε
Ἀναποδογυρισμένα στὶς χωματερὲς ἀλόγατα    σωρὸς τὰ χτίσματα
μικρὰ μεγάλα    θρουβαλιασμὸς καὶ σκόνης ἄναμμα μὲς στὸν ἀέρα
Πάντοτε μὲ μιὰ λέξη μὲς στὰ δόντια του    ἄσπαστη    κειτάμενος
                                                   Αὐτὸς
                                       ὁ τελευταῖος Ἕλληνας!
(1969)

ΠΗΓΗ cognosco team

Δεν υπάρχουν σχόλια

Εικόνες θέματος από enot-poloskun. Από το Blogger.