Η ΚΛΙΚΑ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΤΩΝ+ΔΟΣΙΛΟΓΩΝ ΠΟΥ ΕΦΑΓΕ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΜΑΡΣΑΛ



Το σχέδιο Μάρσαλ, που εξαγγέλθηκε στις 5 Ιουνίου 1947, πράγματι ήταν «καλό». Όχι, όμως για την Ελλάδα του ελληνικού λαού. Ήταν «καλό» για τους απόντες από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και τους συνεργάτες των Γερμανών, που καθόλου δεν είχαν στο μυαλό τους τη βελτίωση των συνθηκών ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων παρά μόνο την αποκατάστασή τους στην εξουσία.
Τι ήταν, όμως, αυτή η περίφημη «αμερικανική βοήθεια» το μαρτυρά το γεγονός ότι εκατοντάδες προσωπικές και οικογενειακές επιχειρήσεις έγιναν εν μια νυχτί βιομηχανίες στην καθημαγμένη Ελλάδα με τα κεφάλαια του σχεδίου Μάρσαλ. Μόνο δέκα βιομηχανίες, σύμφωνα με δηλώσεις του υπουργού Συντονισμού Γ. Καρτάλη, τον Απρίλη του 1952, είχαν «απορροφήσει το 60% των πιστώσεων» που εκταμιεύτηκαν σε εφαρμογή του σχεδίου Μάρσαλ. Αλλα 200 εκατομμύρια μοιράστηκαν σε 50 βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις. Από τα χρήματα αυτά, που διασπαθίστηκαν απροκάλυπτα και που όσοι τα έλαβαν δεν πλήρωσαν ποτέ μια δραχμή, αναδύθηκαν, πολλές φορές μέσα από τους μαυραγορίτες και τους δοσίλογους, τα νέα τζάκια των αμερικανοθρεμμένων μεγαλοβιομηχάνων και μεγαλεμπόρων.

Οι ΗΠΑ, όπως ομολογούσε ο ίδιος ο Porter, ο απεσταλμένος του Τρούμαν στην Ελλάδα, έκαναν «μια τόσο μεγάλη επένδυση» στη χώρα και συνεργάστηκαν με μια ελληνική κυβέρνηση που «επικαλούμενη τον ίδιο της τον τεραστίων διαστάσεων αντικομμουνισμό ως επιχείρημα για την παροχή βοήθειας σε απεριόριστες ποσότητες (είχε) στόχο της… να χρησιμοποιήσει την ξένη βοήθεια ως μέσο για τη διαιώνιση μιας μικρής κλίκας από τραπεζίτες και εμπόρους, που αποτελούν την αόρατη εξουσία στην Ελλάδα». Περιγράφοντας δε την ελληνική άρχουσα τάξη, της οποίας τον κλάδο των εφοπλιστών αποκαλούσε «αργυρώνητους ηλίθιους», δε δίσταζε να προσθέτει ότι «είναι αποφασισμένη, πάνω απ’ όλα, να προστατεύσει τα οικονομικά της προνόμια, όποιο κι αν είναι το κόστος σε ό,τι αφορά την οικονομική υγεία της χώρας».

Ακόμα και οι εκτιμήσεις της εποχής ότι μόλις 500 οικογένειες των Αθηνών ελέγχουν την Ελλάδα αποδείχτηκαν… επιεικείς. «Λέγεται – ανέφερε ο Μαρκεζίνης – ότι 500 οικογένειες κυβερνούν την Ελλάδα, εγώ όμως πιστεύω ότι δεν φτάνουν καν τις πεντακόσιες, αλλά είναι μόνο 200». Όσο για τη χρηματοδότηση του μεγάλου κεφαλαίου συνεχιζόταν με σκανδαλώδη τρόπο. Το βεβαιώνει και πάλι ο Porter, ο οποίος σημειώνει: «Οι βιομήχανοι δεν επένδυαν περιμένοντας “δανεικά κεφάλαια”, αν και κατά διάφορες εκτιμήσεις είχαν χρυσές λίρες. Οι εμπορικές τράπεζες όχι μόνο δεν διέθεταν πιστώσεις, αλλά δανείζονταν από την Τράπεζα της Ελλάδος προκειμένου να πληρώσουν τους υπαλλήλους τους».

Αποτέλεσμα ήταν νέα μεγαλύτερα ελλείμματα και δημόσια χρέη που, ως συνήθως, επιχειρήθηκε να καλυφθούν είτε με άγριες φοροεπιδρομές στα πενιχρά εισοδήματα του λαού είτε με καινούργιους δανεισμούς. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, με τα μέλη της εγχώριας πλουτοκρατίας που αποτελούσαν «μέλη της κομψής διεθνούς κλίκας» από τον Οκτώβρη του ’44 μέχρι τον Ιούνη του 1953 να έχουν ξεκοκαλίσει τα πάνω από 3,2 δισ. δολάρια της λεγόμενης «βοήθειας».

Το τίμημα, αντίθετα, για το λαό ήταν βαρύ. Και πληρώθηκε σε πολλά επίπεδα. Πληρώθηκε με τη φτώχεια, τη μετανάστευση εκατομμυρίων Ελλήνων, με τις ναπάλμ του Εμφυλίου, με τους «Νέους Παρθενώνες» και με μια δημοκρατία, που ο ίδιος ο Αμερικανός υπεύθυνος του σχεδίου στην Ελλάδα, ο Τζέιμς Γουόρεν, την περιέγραφε σε συνέντευξή του ως εξής:

«(Το σχέδιο Μάρσαλ ήταν)…μια πολύ αυστηρή συμφωνία, πολλές πτυχές της οποίας αποτελούσαν σαφή παρέμβαση στα εσωτερικά της Ελλάδας. Μπορεί κάλλιστα να πει κανείς ότι επρόκειτο όχι για απλή παρέμβαση, αλλά για επέμβαση στην εθνική κυριαρχία της χώρας».

Και παρακάτω:

«Η επιτυχία (σ.σ.: των «πατριωτών» κυβερνώντων – όπως τους αποκαλεί ο Αμερικανός) ήταν ότι έφεραν τους Αμερικανούς, όχι απλά ως συμβούλους, αλλά ως ελεγκτές και υπεύθυνους των αποφάσεων. Για τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα έπρεπε να καταπιεί την περηφάνια της και να αποδεχτεί ευρείες παρεμβάσεις. Αυτό ήταν το πνεύμα της συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών».

Ενδιαφέρον έχουν και άλλες πτυχές επί του Σχεδίου Μάρσαλ:
Στις 12 Μαρτίου 1947 ο 33ος πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν εξήγγειλε σε κοινή συνεδρίαση της Γερουσίας και του Κογκρέσου το δόγμα της μεταπολεμικής εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, με ειδική αναφορά στην Ελλάδα:

«Οι ΗΠΑ έλαβαν εκ μέρους της ελληνικής κυβερνήσεως επείγουσα έκκληση για οικονομική βοήθεια.Οι προκαταρκτικές πληροφορίες εκ μέρους της αμερικανικής οικονομικής αποστολής, η οποία βρίσκεται ήδη στην Αθήνα, καθώς και οι πληροφορίες του πρεσβευτή μας στην Ελλάδα ενισχύουν τη δήλωση της ελληνικής κυβερνήσεως ότι η ανάγκη για βοήθεια είναι επιτακτική, αν η Ελλάς πρόκειται να επιζήσει ως ελεύθερο έθνος.Η ελληνική κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την κατάσταση».

Η παροχή οικονομικής βοήθειας στην Ελλάδα ήταν η αφορμή μετά τη δήλωση της Βρετανίας ότι αδυνατεί να συνεχίσει την οικονομική ενίσχυση της Ελλάδας. Ο κύριος στόχος του Δόγματος Τρούμαν ήταν πολιτικός, και συγκεκριμένα η ανάσχεση του κομμουνισμού και του «σοβιετικού επεκτατισμού».

Έναν χρόνο νωρίτερα είχε αρχίσει ο εμφύλιος πόλεμος και οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν ανάγκη από πρόσθετο εξοπλισμό και η κυβέρνηση εξωτερική βοήθεια για να αντιμετωπίσει επισιτιστικές ανάγκες του πληθυσμού, καθώς και το σοβαρό πρόβλημα των προσφύγων που εγκατέλειπαν τις περιοχές που καταλάμβαναν οι στρατιωτικές δυνάμεις του ΚΚΕ. Στο πρώτο «πακέτο» βοήθειας ύψους 400 εκατ. δολαρίων συμπεριελήφθη και η Τουρκία, η οποία εθεωρείτο «στόχος» του «σοβιετικού επεκτατισμού». Γεγονός είναι ότι η πρώτη εκείνη βοήθεια, η οποία με τον εξοπλισμό έφθασε στα 300 εκατ. δολάρια, συνετέλεσε αποφασιστικά στη νίκη των κυβερνητικών δυνάμεων και στο τέλος του Εμφυλίου το 1949. Ηταν όμως και η αρχή του απόλυτου ελέγχου από τις ΗΠΑ της πολιτικής και της οικονομίας.

«Η συνταγή», τόνισε, «της φαρμακευτικής αγωγής βρίσκεται στο σπάσιμο του φαύλου κύκλου και στην επιστροφή της αυτοπεποίθησης των Ευρωπαίων τόσο στο οικονομικό μέλλον της χώρας τους όσο και στην Ευρώπη γενικά».

Τον επόμενο μήνα ιδρύθηκε ο Οργανισμός για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Συνεργασία (OEEC) για τη διαχείριση της αμερικανικής βοήθειας και ουσιαστικά τον έλεγχο των οικονομικών της Ευρώπης και προς ίδιον όφελος, αφού ένα μέρος της βοήθειας θα επέστρεφε στην Αμερική από τις εξαγωγές κεφαλαιουχικών αγαθών, αλλά και τροφίμων.

Στις 20 Ιουνίου 1947 υπογράφηκε στο υπουργείο Εξωτερικών από τον τότε αντιπρόεδρο της κυβέρνησης συνεργασίας Κ. Τσαλδάρη και τον αμερικανό πρεσβευτή η επίσημη συμφωνία για την εφαρμογή του Σχεδίου Μάρσαλ στην Ελλάδα. Το κείμενο της συμφωνίας διαπνεόταν από απόλυτη δυσπιστία προς την ικανότητα των πολιτικών και του κράτους να διαχειρισθούν τη βοήθεια.

Απόλυτος Έλεγχος
Με τη συμφωνία παρεχόταν στην αμερικανική αποστολή ο απόλυτος έλεγχος στη διαχείριση της βοήθειας, αλλά και των «ιδίων πόρων της Ελλάδος». Ακολουθούσε ακριβώς τις προτάσεις της έκθεσης Πόρτερ, που όριζε με σαφήνεια την «οικονομική υποτέλεια»: «Η Αποστολή θα πρέπη να μετέχη εις την ανάπτυξιν της πολιτικής εσόδων και εξόδων. Θα απαιτηθή η εκ μέρους της έγκρισις του προϋπολογισμού πριν τεθή εν ισχύι… Διά να είναι αποτελεσματική η Αποστολή θα πρέπη να ενδιαφερθή δι’ όλας τας δαπάνας, αι οποίαι γίνονται έξω της Ελλάδος με αμερικανικά κεφάλαια και κατ’ ανάγκην και με ελληνικά κεφάλαια».

Από τις πρώτες αποφάσεις της Αποστολής ήταν η ίδρυση Αντισταθμιστικού Ταμείου, στο οποίο θα κατετίθετο κάθε ποσό της αμερικανικής βοήθειας και αντίστοιχο ποσό σε δραχμές από την ελληνική κυβέρνηση. Η διάθεση των πόρων θα ήταν υπό τον άμεσο έλεγχο της Αποστολής. Από τους πόρους του Ταμείου θα καλύπτονταν ελλείμματα του προϋπολογισμού, στρατιωτικές δαπάνες, προγράμματα ανοικοδόμησης και ανάπτυξης.

Το 1948 καταρτίστηκε το πρώτο πρόγραμμα ανασυγκρότησης και ανάπτυξης, το οποίο κάλυπτε την τετραετία 1948-52 και τη συμφωνηθείσα διάρκεια της αμερικανικής βοήθειας. Ακολουθούσε η επισήμανση του Πόρτερ ότι ο στόχος δεν έπρεπε να περιορισθεί στην ανασυγκρότηση της προπολεμικής οικονομίας, αλλά να επεκτείνεται και σε ευρύτερη αναπτυξιακή προσπάθεια.

Οπως υπογραμμίζει ο Α. Β. Βετσόπουλος («Η Ελλάδα και το Σχέδιο Μάρσαλ»):
«Αναμφίβολα, το θεμελιώδες πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν ήταν η απουσία ξένης βοήθειας, αλλά η αδυναμία απορρόφησης αυτής της βοήθειας, η οποία διατέθηκε ως δώρο, χωρίς να αυξηθεί επικίνδυνα ο πληθωρισμός και να ματαιώσει την επείγουσα σταθεροποίησή της. Αυτή η εξέλιξη επιβαρυνόταν και από την απροθυμία της εγχώριας αστικής τάξης να επενδύσει τα κεφάλαια σε παραγωγικούς τομείς της εθνικής οικονομίας και από την επιδίωξή της να αναζητήσει να τοποθετήσει αυτά σε “ξένους ουρανούς” ή να καταφύγει σε δραστηριότητες αποθησαυρισμού».

Η απαγόρευση για την εκβιομηχάνιση της χώρας
Ο καθηγητής Νικολαΐδης, εκπρόσωπος της Ελλάδας τότε στον OECD, έγραφε τον Ιούνιο του 1956 στη «Νέα Οικονομία»:
«Η εκβιομηχάνιση συνάντησε άπειρες αντιδράσεις λόγω των συνεπειών που ενδεχομένως θα είχε αυτή στο εξαγωγικό εμπόριο των ενδιαφερομένων χωρών και λόγω της οικονομικής αυτάρκειας που θα δημιουργούσε σε λίγα χρόνια στην Ελλάδα. Ετσι, εμπορικά, οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα υπαγόρευσαν στις χώρες που πρόσφεραν βοήθεια μια ανυπόκριτη εχθρότητα προς τα σχέδια για εκβιομηχάνιση της χώρας».

Και ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς («Η ελληνική τραγωδία») αναφέρει την περίπτωση υψικαμίνου που είχε παραχωρήσει η Γερμανία το 1949 στην Ελλάδα ως μέρος των πολεμικών αποζημιώσεων. Ο αρχηγός της αμερικανικής αποστολής απέκλεισε την εγκατάστασή της και τα μηχανήματα πουλήθηκαν στο Αμβούργο ως παλιοσίδερα για λογαριασμό της Ελλάδας.
Αυτή η πολιτική της αμερικανικής αποστολής μέχρι κάποιο σημείο δικαιολογεί την ουσιαστική εγκατάλειψη του αναπτυξιακού σκέλους του τετραετούς προγράμματος. Δεν ήταν όμως μόνο οι Αμερικανοί οι οποίοι ήσαν αντίθετοι την εποχή εκείνη στην εγκαθίδρυση βαριάς βιομηχανίας, η οποία θα απαιτούσε σημαντικά κεφάλαια και θα ήταν ήσσονος ανταγωνιστικότητας, δεδομένου ότι με το Σχέδιο Μάρσαλ χρηματοδοτούνταν ανάλογες βιομηχανίες στην Ευρώπη, για παράδειγμα στη Γερμανία, όπου υπήρχε σημαντική προπολεμική εμπειρία και πρώτες ύλες.

Ένας σημαντικός λόγος περιορισμού του αναπτυξιακού σκέλους του προγράμματος ήταν η απόφαση να δοθεί προτεραιότητα στην αντιμετώπιση του ελλείμματος του προϋπολογισμού και του ισοζυγίου πληρωμών, αλλά και του συνεχώς ανερχόμενου πληθωρισμού. Ήταν ένας φαύλος κύκλος, ο οποίος οδηγούσε σε απαξίωση τη δραχμή με συνέπεια τον αποθησαυρισμό και την αθρόα αγορά λιρών. Οι καταθέσεις στις τράπεζες μειώνονταν συνεχώς και συνεπώς δεν υπήρχε δυνατότητα χρηματοδότησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Παρά το γεγονός ότι οι μισθοί και οι συντάξεις ήταν σε χαμηλά επίπεδα, η επιβάρυνση του προϋπολογισμού ήταν σημαντική λόγω του μεγάλου αριθμού των υπαλλήλων – του μεγαλύτερου στη Δυτική Ευρώπη – και παρά την πίεση των Αμερικανών οι κυβερνήσεις αρνούνταν τη μείωση. Αντίθετα, συνεχώς προχωρούσαν και σε νέες προσλήψεις. Σημαντική και η επιβάρυνση με στρατιωτικές δαπάνες, οι οποίες ξεπερνούσαν το 40% του προϋπολογισμού. Το μεγάλο έλλειμμα του προϋπολογισμού καλυπτόταν με τους άδηλους πόρους, κυρίως, από τη Ναυτιλία και την έκδοση νέου χρήματος. Από τον Δεκέμβριο του 1947 έως τον Δεκέμβριο του 1949 η κυκλοφορία χρήματος διπλασιάστηκε με συνέπεια την αύξηση των εισαγωγών, και μάλιστα σε είδη πολυτελείας, και του πληθωρισμού.

Το  έλλειμμα
Το 1952, στο τέλος του τετραετούς προγράμματος, η κυβέρνηση Κέντρου και προσωπικά ο υπουργός Συντονισμού Γεώργιος Καρτάλης παρουσιάζει τον απολογισμό της αντιπληθωριστικής πολιτικής: αποκατάσταση της νομισματικής σταθερότητας, περιορισμός του ελλείμματος του προϋπολογισμού, μείωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου και περιστολή της χρυσοφιλίας και πτώση της τιμής της λίρας.

Αυτή ήταν η θετική πλευρά της αντιπληθωριστικής πολιτικής που επέβαλαν οι Αμερικανοί και εφάρμοσε η κυβέρνηση Πλαστήρα. Οι επιπτώσεις όμως στο εισόδημα των εργαζομένων και στην αγορά ήταν επώδυνες. Για πρώτη φορά μετά την απελευθέρωση εμφανίζεται κάμψη στη βιομηχανική παραγωγή και το ΑΕΠ σημείωσε αύξηση κατά 1,5% από τη γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή. Ο αγροτικός πληθυσμός παρουσίαζε «πλεόνασμα» που έφθανε στο ένα εκατομμύριο, ενώ ο αστικός πληθυσμός, που είχε αυξηθεί κατά τον Εμφύλιο, υπέφερε από ανεργία και πολλοί κατέφευγαν σε παρασιτικές δουλειές και όχι πάντοτε νόμιμες.

Ο Γ. Καρτάλης αποκάλυψε ότι «από το σύνολο των 750 εκατ. δολαρίων του Σχεδίου Μάρσαλ μέχρι το τέλος Ιουνίου 1951 πλέον του 75% κατηναλώθησαν δι’ εισαγωγάς καταναλωτικών αγαθών προς ικανοποίησιν των τρεχουσών αναγκών της χώρας και ολιγώτερον των 25% απέμειναν διά την χρηματοδότησιν αγαθών κεφαλαίου».

Στη συνέχεια ο Γ. Καρτάλης αναφέρθηκε στο σοβαρό πρόβλημα των στρατιωτικών δαπανών, που απορροφούσαν το 45% του προϋπολογισμού. Στην τετραετία 1948-52 το συσσωρευτικό έλλειμμα του προϋπολογισμού ανήλθε σε 3.600 δισ. δραχμές, το ύψος των στρατιωτικών δαπανών πλησίασε τα 9.000 δισ.

«Παγωμένες πιστώσεις».
Μετά λίγες ημέρες ο Γ. Καρτάλης αποκάλυψε ένα από τα «αδύνατα» – επιεικώς – σημεία της ελληνικής «επιχειρηματικότητας», τις περίφημες «παγωμένες πιστώσεις», οι οποίες προκαλούσαν εμπλοκή στη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων και δημιούργησαν «βιομηχάνους» χωρίς βιομηχανίες!

Από συνολικά 1.047 βιομηχανίες της εποχής εκείνης οι 10 πήραν από τις πιστώσεις του Σχεδίου Μάρσαλ ύψους 450 δισ. δραχμών τα 273 δισ.!

Η κυβέρνηση απέτυχε στην προσπάθειά της να τις «ξεπαγώσει» και να εισπράξει έστω και ένα μέρος.

Όπως απέτυχαν και στη συνέχεια οι κυβερνήσεις Παπάγου και Καραμανλή.


ΠΗΓΕΣ
IMERODROMOS.GR
TANEA.GR
peiraiasonline

Μοιραστείτε το άρθρο, με αυτόν τον τρόπο μας επιβραβεύετε.

Ακολουθήστε το newsplanet09.info στο Google News για να ενημερώνεστε για όλα τα τελευταία άρθρα μας.

Fair Notice -Mε επιφύλαξη παντός νόμιμου δικαιώματος:Το newsplanet09 όπως και η σελίδα μας newsplanet09 στο facebook απαγορεύει ρητώς από 9/6/20 οποιαδήποτε επισήμανση ή χαρακτηρισμό των άρθρων του από μη αναγνωρισμένες από το Ελληνικό κράτος, αλλά και τους διεθνείς νόμους προστασίας ατομικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθερίας άποψης και ιδεών από διαδικτυακές οργανώσεις, οι οποίες δεν συνάδουν με το Σύνταγμα & τους νόμους της χώρας μας, και τις οποίες δεν αναγνωρίζουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια

Εικόνες θέματος από enot-poloskun. Από το Blogger.